Αγαπητέ Γιώργο Παπαδάκη χαίρε,
Σου γράφω με αφορμή την κριτική που έκανες στις 23/1/08 για τον δίσκο του Δημήτρη Παπαδόπουλου «ΜΟΝΑΧΑ Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΛΥΣΗ» την παραγωγή και την επιμέλεια του οποίου έχω κάνει εγώ -Μικρός Ήρως για την ΙMPACT.
Κινούμαστε στον ίδιο χώρο χρόνια πολλά, αλλά τα τελευταία είκοσι εγώ κάνω δίσκους κι εσύ τους κρίνεις.
Είναι η πρώτη φορά που σου γράφω.

Δεν είναι δίκαιο να κριτικάρεις το Δελτίο Τύπου που δημοσιο- γραφικά συνοδεύει το δίσκο γιατί κανένας αναγνώστης σου δεν έχει την δυνατότητα να το διαβάσει και να επαληθεύσει τα όσα λες. Το λέω αυτό γιατί στο δελτίο γράφουν ότι ο Δημήτρης Παπαδόπουλος είναι ο γιός του Κώστα Παπαδόπουλου του γνωστού μπουζουξή και παραθέτουν ένα σωρό πρωτοκλασάτες συνεργασίες του Δημήτρη στο CV (από την Μπέλλου και τον Μπιθικώτση μέχρι τον Ρέμο και τον Πάριο) για να αντιληφθεί ο αναγνώστης ό, τι το «μήλο έπεσε κάτω απ τη μηλιά» και όχι αυτά που με πνεύμα διαπλοκής και συνωμοτικό ύφος καταγράφεις.

Ο Δημήτρης από ότι ξέρεις πολύ καλά, είναι ένας καλός μπoυζουξής και έγραψε λοιπόν ένα δίσκο με καινούργια τραγούδια.

Ο γνωστός «πρόεδρος» Λευτέρης Παπαδόπουλος εξαίρει το τραγούδι «Όνειρο» και γράφει σε έναν «ωραίο πρόλογο» (όπως τον χαρακτηρίζεις) «Καιρό είχα να ακούσω ένα τόσο όμορφο τραγούδι, από μια σεμνή λαϊκή φωνή που δεν προκαλεί και δεν προσβάλλει» και παρακάτω λέει «Δύσκολα είναι στις μέρες μας. . . να βρεις ένα ρεφρέν που θα σε αγγίξει, μια μελωδία που θα σε υποχρεώσει να περιμένεις τη συνέχειά της, μια φωνή τέλος, που θα σου αφηγείται μια ιστορία με αληθινή συγκίνηση» . Εσύ όμως αποφασίζεις να «ψυχαναλύσεις» τον Λευτέρη και να μας εξηγήσεις ό, τι του άρεσε -κατά πάσα πιθανότητα –λες- γιατί είναι στιχουργικό διαμάντι. Εδώ φίλε μου, παραποιείς τα γεγονότα για να δικαιώσεις τις απόψεις σου. Ο άνθρωπος μιλά για τραγούδι, που σημαίνει στίχος και μουσική, άσε που μιλά και για την ερμηνεία, αλλά γι’αυτό θα τα πούμε παρακάτω. Περνάς κατόπιν στα αρνητικά του δίσκου – γιατί ως εδώ ήταν τα θετικά! Εν ολίγοις λες πως ο καλός εκτελεστής πέφτει στην παγίδα της μορφολογικής μανιέρας και ότι γίνεται δέσμιος των ευκολιών του. Αδόκιμη η γενίκευση, πιθανό το σενάριο. Κάποτε όμως όταν έκανες κριτική, μιλούσες συγκεκριμένα και μουσικά, έτσι που να βοηθάς τον δημιουργό να καταλάβει τι λες, αλλά και να αντιληφθεί τις αδυναμίες του.

Μιλάς για μόδα της αγοράς και είσαι τόσο μακριά από την αγορά που μιλάς σαν τουρίστας. Έγινε πόλεμος Γιώργο και χάσαμε και δεν πήρες χαμπάρι τίποτα. Η αγορά έχει καταληφθεί από τα reality και τις ΤV περσόνες. Από ταλέντα που προωθούν ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων. Από σπόνσορες κινητής & ακίνητης τηλεφωνίας που επιβάλλουν στα ραδιόφωνα τα «τραγουδιστικά τους προϊόντα». Από τράπεζες που μαζί με τα δάνεια πουλάνε και χαμόγελα καλλιτεχνών. Μας έστειλε εξορία η δικτατορία των «play list» και του «μόνο επιτυχίες». Τα τραγούδια μας δεν παίζονται. Δεν μας παίζουνε. Το ξέρεις, αλλά δεν το παραδέχεσαι. Κι αν δεν θέλεις να το ξέρεις, το ξέρει εκείνη η ταμπέλα στην Πατησίων που έχει το όνομά σου αλλά τίποτα από σένα δεν είναι εκεί. Αυτή είναι η αγορά.

Τα άλλα -όπως αυτή- είναι «συνοικιακές» προσπάθειες αντίστασης σε αυτή την λαίλαπα και αυτές οι προσπάθειες ψάχνουν ή μια καλή κουβέντα ή μια σωστή κουβέντα για να πάνε παραπέρα. Kατακρίνεις γιατί χρησιμοποιήθηκε το «duduk» (Αρμένικος ζουρνάς) και γράφεις «κι αυτός ηλεκτρονικός όπως φαίνεται». Με θλίβει που εσύ με τις τόσες εκπομπές με «λαϊκούς» & «παραδοσιακούς» οργανοπαίκτες δεν μπορείς να ακούσεις πια και να διακρίνεις ένα φυσικό όργανο. Κάποτε δεν διάβαζες τα δελτία τύπου, αλλά διάβαζες τα ονόματα των μουσικών. Τώρα όμως στο ένθετο του δίσκου δεν είδες στα συγκεκριμένα τραγούδια το όνομα του δεξιοτέχνη μουσικού Vahan Galstian duduk, φλογέρα;

Σου εξηγώ και γιατί μπήκε το duduk στο τραγούδι «Να σ’αγαπώ κόσμε», γιατί ο τραγουδιστής αφηγείται τη ζωή ενός μετανάστη, πως περνά απ τα συρματοπλέγματα τα σύνορα και πως αλλάζει πατρίδα και αγωνίζεται να επιζήσει. Δεν είναι λοιπόν «αόριστη η ατμόσφαιρα» που γράφεις, αλλά συγκεκριμένη. Φαντάζομαι να κατάλαβες. Στο άλλο τραγούδι χρειαζόμασταν ένα λυρικό πνευστό και προτιμήσαμε αντί του (ξενικού) όμποε το ξενικό duduk. Eίναι αυτό το τραγούδι που χαρακτηρίζει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος (και όχι μόνο) πολύ όμορφο.

Βλέπεις λοιπόν ό, τι di gustibus e di coloribus non disputantum est που θα πει περί ορέξεως ουδείς λόγος όπως έλεγαν οι παλαιότεροι. Εκεί όμως που λάμπει η έλλειψη αντίληψης και ευαισθησίας από μέρους σου, είναι τα σχόλια σου ότι αδικεί τα τραγούδια του ο συνθέτης όταν τα τραγουδάει. Αφού μας λες ότι είναι μανιερίστικα, τετριμένα, αμφιβόλου και μέτριου γούστου, για ποιά αδικία μιλάς; Καλά να πάθουν τα παλιοτράγουδα τέτοια που είναι!

Αλλά δεν είναι εκεί το ζήτημα. Το ζήτημα είναι αν μπορείς να συγκινηθείς από μια σεμνή φωνή που δεν προκαλεί – που αναφέρει κι ο Λευτέρης. Από μια φωνή που λέει την δικιά της αλήθεια. Χρόνια τώρα επαινείς κάτι καλολογικά στοιχεία, κάτι απολιθωμένες φωνές, κάτι φωτογραφίες του παρελθόντος και ότι έχει ιδιαιτερότητα, πάθος, πρωτοτυπία ή σεμνότητα το κατακρίνεις Σαν σχολαστικός γυμνασιάρχης κάνεις παρατηρήσεις και το ωραίο περνάει δίπλα σου και δεν το βλέπεις.

Υποψιάζομαι πως με αυτές τις ιδέες που πρεσβεύεις δεν θα διακινδύνευες να χαρακτηρίσεις και αδικία που τραγούδησαν ο Βαμβακάρης, ο Παπαϊωάννου ή ο Τσιτσάνης τα τραγούδια τους. Καλές είναι οι αρετές που επικαλείσαι αλλά πίστεψε με καλύτερες είναι η αγάπη και η αλήθεια.

Φιλικά,
Άγγελος Σφακιανάκης