Με πήρε τηλέφωνο ο Στέλιος. Τον είχα χάσει κάτι χρόνια. Γνωστός από τα παλιά. Ήταν αγρότης, έπαιζε μπουζούκι και τραγουδούσε. Τον είχα γνωρίσει στη Ζαγορά. Είχαμε παίξει μαζί. Επέμενε στο τηλέφωνο να πάω να ακούσω την γυναίκα του που τραγουδούσε σε μια οικογενειακή ταβέρνα στη Νέα Φιλαδέλφεια. Τότε υπήρχαν τέτοια συνοικιακά μαγαζιά που μετά έγιναν «το σκυλαδικάκι της γειτονιάς σας». Τέτοιου είδους προσκλήσεις είναι η χειρότερη μου.

Πήγα καθημερινή. Με περίμεναν. Ο Στέλιος κι ο επιχειρηματίας. Πρώτο τραπέζι πίστα. Βρήκα μια δικαιολογία και τους παρέσυρα στα μετόπισθεν. Είχε 10 παρέες. Από αυτούς που είναι αποφασισμένοι να διασκεδάσουν. Από την πρώτη πενιά οι γυναίκες στην πίστα. Μια εξαμελής ορχήστρα παντός καιρού.

Ο ήχος και τα φώτα «τοπικά». Η Ματίνα, η γυναίκα του Στέλιου ήταν το πρώτο όνομα, η «φίρμα» που λέμε και θα έβγαινε κάπου στις 12.30. Πήρα βαθειά ανάσα. Ο επιχειρηματίας άρχισε να περιαυτολογεί ότι είναι το καλύτερο μαγαζί στην περιοχή, ότι έχει τον καλύτερο εξαερισμό, την πανάκριβη μικροφωνική που δεν θυμόταν το όνομά της, ήθελε να μου δείξει στην κουζίνα το καινούργιο του ψυγείο. Πάρα τρίχα και θα έκλεινε τη Βιτάλη ή τον Νταλάρα πέρυσι… και άλλα χαριτωμένα. Ήμουν προετοιμασμένος και για χειρότερα. Βγήκαν καμιά δεκαριά στα μικρόφωνα, άλλοι τραγουδούσαν άλλοι όχι.

Άρχισε ο Στέλιος να μου διηγείται από κει που τον είχα χάσει. Είχε χάσει τον πατέρα του… αλλά γνώρισε τη γυναίκα του. Παντρεύτηκαν. Παράτησε την αγροτική ζωή, πούλησε κάτι κτήματα και ανέβηκαν κι οι δύο στο «πάλκο». Καλλιτεχνικό ζευγάρι. Είχαν οργώσει την επαρχία. Δούλεψαν κάπου τρία χρόνια «ντουέτο» αλλά ήταν πεπεισμένος πως η Ματίνα είχε τα προσόντα να φύγει, να πετάξει, πως ήρθε τώρα η στιγμή. Είχε κάτι υποσχέσεις και κάποια ραντεβού με δισκογραφικές εταιρίες. Ήθελε την γνώμη μου μιας και ήμουν σ’ αυτό τον χώρο, να τον συμβουλέψω. Ήταν καχύποπτος. Έβραζε. Τον καθησύχασα.

Ήρθε η ώρα και βγήκε η Ματίνα. Τα φώτα και ο ήχος δυνάμωσαν για να το εμπεδώσουμε πως ήταν «η πρώτη». Ήταν μελαχρινή κι αδύνατη. Το ντύσιμό της σεμνό. Περπάτησε με γρήγορα μικρά βήματα και στάθηκε στο κέντρο της πίστας. Σήκωσε το μικρόφωνο. Τα μάτια της κοίταζαν στο πουθενά. Είχε ωραία φωνή. Σε λίγο φάνηκε πως ήταν και καλή τραγουδίστρια. Είπε μια «λεζάντα». Όλοι χειροκροτήσαμε. Εκεί τέλειωσε και η ερμηνευτική της ελευθερία. Τραβήχτηκε στην άκρη και άρχισε να τραγουδάει κάτι συρτά με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα. Γέμισε η πίστα. Τραγουδούσε εξαιρετικά αλλά σα να μην ήταν εκεί. Εξήγησα στον Στέλιο πως είναι καλή και θέλω να βοηθήσω, πρέπει όμως να της μιλήσω κατ΄ιδίαν.

Τον ζώσανε μαύρα φίδια αλλά το δέχτηκε. Αυτή συνέχιζε να κοιτάει το πάτωμα. Τέλειωσε και ήρθε στο τραπέζι. Της εξήγησε ο σύζυγος. Καθίσαμε παραπέρα. Είχε όλα τα χαρίσματα της ζωής και δεν τα χαιρόταν. Γιατί τη ρώτησα, γιατί δεν χαίρεσαι; Χαίρομαι, αποκρίθηκε. Κοιτάζοντας το πάτωμα; Εσύ έπρεπε να τους βλέπεις στα μάτια και η χαρά να καθρεφτίζεται. Έπιασε μια χαρτοπετσέτα από το στρωμένο τραπέζι και την έκανε κομματάκια. Όταν την έλιωσε και μάζεψε τα κομματάκια και τα έβαλε στο τασάκι, είπε:
– Δεν καταλαβαίνω.
– Τί δεν καταλαβαίνεις ρώτησα;
– Γιατί γίνεται όλο αυτό;
-Τώρα εγώ δεν καταλαβαίνω της είπα.

Άκου, στο χωριό τραγουδούσα στα Πανηγύρια και ήξερα για ποιόν τραγουδώ. Τα έλεγα για τον Αποστόλη, για την Ανθούλα ή τον Μήτσο. Αν ήταν γέρος θα τα έλεγα αργά, αν ήταν νέος γρήγορα. Έβλεπα τα πόδια τους, τα πατήματά τους, ένιωθα την καρδιά τους. Δεν πρόδωσα κανένα. Όλους τους χόρευα. Εδώ όλα ίδια τα παίζουν. Πιάνουν ένα ρυθμό και δεν αλλάζουν. Σα κονσέρβα, ίδια γεύση πάντα. Ξένη ήρθα εδώ, με κάνανε πιο ξένη. Αφού αυτοί δεν έχουν μάτια εγώ θα τους τα δώσω; Καλύτερα να κοιτάω το πάτωμα.

Ήτανε πεισμωμένη, με τις πόρτες κλειστές. Ένας κόσμος κλειδωμένος μες τα δικά του πρόσωπα. Η αλήθεια της είχε πρόσωπα. Σαν τον κόσμο που περιγράφει ο Γκανάς «…αν δεν διαβαστεί με την αφή τίποτα δεν γίνεται… ». Δεν δεχότανε τις δικές μας γενικεύσεις, τις δικές μας συμβάσεις, ούτε μπορούσε να αντιληφθεί τις αναλογίες. Ένα δέντρο ριζωμένο στα δικά του χώματα που οι ανάγκες το έσπρωχναν να περπατήσει, να αλλάξει τόπο.

Είπα κάτι κοινοτοπίες. Δεν μπόρεσα να βοηθήσω.