Το 1994 ήμουν o παραγωγός στη δισκογραφική εταιρία Λύρα Έλαβα τότε μια κασέτα με 6 τραγούδια. Η κασέτα στη ράχη της έγραφε με ξεχωριστή καλλιγραφία Χρήστος Θηβαίος.
Με συγκίνησε που έπλαθε τα τραγούδια με τα χέρια του παίρνωντας εικόνες από την διεθνή λογοτεχνία, ιδέες από τη σπουδή του στη φιλοσοφία και ορμή από την φοιτητική του αμφισβήτηση. Τα ζύμωνε με ένα δικό του τρόπο που ενώ δεν ήταν καθόλου λαϊκά τους έδινε μια λαϊκή αμεσότητα. Αισθάνθηκα έναν αέρα από την ευρώπη να ξεπερνά τις ελληνικές κακοτοπιές και κοινοτυπίες. Σα να μην ήταν από εδώ. Σα να ήταν Έλλην του εξωτερικού.Εκεί βρήκα εγώ συγγένεια. Όταν πρωτόρθε στο γραφείο μου δεν πίστευα πως από αυτό το μικροκαμωμένο πλάσμα έβγαινε αυτή η αιμοραγούσα φωνή.

Όταν τον γνώρισα και εισέπραξα την φλόγα,την δοτικότητα και την γλυκύτητα του,χάρηκα αλλά ανησύχησα που έλεγε σε όλους ναι. Σκέφτηκα ότι πρέπει να τον προστατέψω μέχρι να μάθει να πει το όχι..Συμφωνήσαμε να κρυφτεί μέσα σε ένα συγκρότημα.Συγκρότημα δεν υπήρχε,το φτιάξαμε.Τους βάφτησα “Συνήθεις Ύποπτοι” κι έγινα ο Νονός της πορείας τους.
Τον είδα να ψηλώνει και να γεμίζει σκηνή μεγάλη σα να ήταν σπίτι του, να γίνεται πότε θεατρίνος και πότε μουσικός,να λέει καλαμπούρια και ποιήματα μαζί, να πίνει άπειρες μπύρες και να καπνίζει ατέλειωτα τσιγάρα,να φοβάται και να είναι νικητής,να μοιράζει και να μοιράζεται, να γοητεύει και να ερωτεύεται, να λέει παραμύθια και ψέμματα για να γράφει ευφάνταστα τραγούδια για ένα κόσμο άλλο.Τον είδα να ξεχωρίζει και να χωρίζει και να γίνεται σαν το καλλιγραφικό εκείνο Χρήστος Θηβαίος στη ράχη της κασέτας. Μπήκε από την πρώτη κίνηση στην Εθνική Ελλάδος του τραγουδιού από δύο πόρτες.Μπήκε σαν τραγουδοποιός και μπήκε σαν ερμηνευτής. Πιστεύω και εύχομαι πως μετά την πέτρινη φωλιά που έφτιαξε να ανθίσουν στους κήπους του χίλια λουλούδια.

Το 2002 στη Νέα Μάκρη ξαναέγινα νονός, αυτή τη φορά του μικρού Νικόλα που τον βάφτησα Θηβαίο.


Το κείμενο γράφτηκε για το αφιέρωμα του Ιανού στον ΧΡΗΣΤΟ ΘΗΒΑΙΟ