Πρέπει να ήταν 1983-84, ένα χιονισμένο βράδυ του Γενάρη που γίναμε φίλοι με την Πόλυ Πάνου. Η Οπισθοδρομική Κομπανία ήταν στις μεγάλες της δόξες και εμφανιζόταν στο Άλσος στο Πεδίο του Άρεως. Κάποιο βράδυ με πλησίασε στο σχόλασμα μια ενθουσιασμένη θαμώνας και μου εξομολογήθηκε πόσο πολύ καλά πέρασε κι ότι θα ξαναερχόταν και θα έφερνε και τη φίλη της, την Πόλυ Πάνου. Την ευχαρίστησα για τα καλά της λόγια αλλά δεν την πίστεψα. Εκείνο το χιονισμένο βράδυ δεν είχαμε την γνωστή ασφυκτική πληρότητα στο Άλσος. Το χιόνι είχε κρατήσει πολύ κόσμο στο σπίτι του. Είχαμε αργήσει να ξεκινήσουμε περιμένοντας τους ηρωϊκούς που θα ξεπερνούσαν τα προβλήματα της χιονόπτωσης. Το χαρούμενο πρόσωπο της κοπέλας πρόβαλε στην πόρτα του καμαρινιού.
– Έφερα την Πόλυ μου είπε…

Πριν συνειδητοποιήσω τι είπε η καρδιά μου άρχισε να κάνει τη δουλειά της πιο γρήγορα και με πολύ θόρυβο. Ήταν η πρώτη από τους λαϊκούς τραγουδιστές που ήρθε να μας ακούσει. Αυτή η γλυκειά ταραχή απλώθηκε σε όλους μας και με αυτήν ανεβήκαμε στο πάλκο. Την είδαμε με την παρέα της 3-4 γυναίκες σε ένα από τα πρώτα τραπέζια. Το πρόγραμμα κυλούσε όπως έπρεπε και η Πόλυ συμμετείχε στην αρχή χαλαρά και σιγά-σιγά πιο θερμά.

Ώσπου έφτασε η στιγμή να πούμε τον «Σκληρό χωρισμό». Ήταν μιά ιδιαίτερη στιγμή στο πρόγραμμα της Κομπανίας. Ένα θεατροποιημένο ντουέτο. Ανέβαινα στον εξώστη και μοιραζόμουν τον τραγουδιστικό διάλογο με την Ελευθερία, χωρίς μικρόφωνο. Κάτι διαισθάνθηκα και πριν ανέβω, συνεννοήθηκα με την κομπανία να έχουν το νου τους, γιατί μπορεί να τραγουδούσε η Πόλυ. Πραγματικά ήδη από την εισαγωγή η Πόλυ μουρμούριζε. Όταν ξεκίνησε το κουπλέ η Ελευθερία έσβησε σιγά σιγά το τραγούδισμά της και η κομπανία χαμήλωσε την ένταση των οργάνων έτσι που ακούστηκε η φωνή της Πόλυς Πάνου. Η ακουστική της στρογγυλής αίθουσας την ευνόησε. Το ένοιωσε και γκάζωσε.
– «Μου’ πε πως σε είδε για μένα να κλαίς…». Το κοινό κράτησε την ανάσα του. Όταν ήρθε το μέρος μου ήμουν στον εξώστη ακριβώς από πάνω της.
-«Μη νομίζεις πως κι εγώ σε ξεχνάω και δεν κλαίω για σένα» της απάντησα και την έρανα με ροδοπέταλα. Ένα θερμό χειροκρότημα ξέσπασε από το κοινό. Εκείνη είχε σηκώσει τα μάτια και με κοιτούσε χαμογελαστή. Η έκπληξη ήταν καλοδεχούμενη. Είπαμε το ρεφρέν αντικριστά. Όταν τελείωσε το τραγούδι η Πόλυ Πάνου ήταν πλέον Οπισθοδρομική Κομπανία.

Το ώριμο μπήκε στην αγκαλιά του νέου. Ανέβηκε στο πάλκο και είπε το «Μες την πολύ σκοτούρα μου» με εκείνο το ιδιόρρυθμο ποστάρισμα της φωνής της κι εκείνο το άχρονα χρονισμένο φραζάρισμα στο τραγούδισμά της. Η σιγουριά της στο πάλκο ήταν για μας ικανοποίηση και ανταμοιβή. Η άνεση, η γενναιοδωρία της ένα ζωντανό μάθημα.

Σχόλασε το μαγαζί κι εμείς μείναμε κολλημένοι στο τραπέζι της. Έφυγε η παρέα της. Έφυγαν όλοι κι έμεινε μόνο ο νυχτοφύλακας να τριγυρίζει στην άδεια αίθουσα. Εκείνη καθάριζε φρούτα και μας τάιζε στο στόμα. Μας βρήκε το ξημέρωμα στο Άλσος.

Από εκείνο το βράδυ έγινε η μεγάλη μας φίλη για πάντα.