Χρήστος Θηβαίος

Ο Άγγελος Σφακιανάκης θυμάται την ιστορία του τραγουδιού «Βροχή μου» από τον Χρήστο Θηβαίο και τους Συνήθεις Ύποπτους.

Τον Σεπτέμβρη του 1994 ήρθε και με βρήκε στο γραφείο μου, στη Λύρα, ο Αλέκος Βασιλάτος, κοντραμπασίστας, που γνωριζόμασταν από συναυλιακές συμπράξεις. Μου έδωσε μια κασέτα 45άρα και μου είπε «νομίζω πως θα σ’ ενδιαφέρει». Στη ράχη της ήταν γραμμένο με χαρακτηριστική καλλιγραφία «Χρήστος Θηβαίος». Είχε 4 κομμάτια ενορχηστρωμένα. Ηχογραφημένα σε 4κάναλο. Όντως με ενδιέφεραν. Τα τραγούδια, ο τραγουδιστής, η εναρμόνιση, ό ήχος τους! «Θέλω κι άλλο υλικό» του είπα στο τηλέφωνο. «Σε μια εβδομάδα θα έχεις», απάντησε.

Έφερε κι άλλη κασέτα, με 2 τραγούδια αυτή τη φορά, και στην ράχη πάλι εκείνος ο καλλιγραφικός «Χρήστος Θηβαίος». Η συγκίνηση μεγάλωσε. Είχα στα χέρια μου το Ημερολόγιο, τις Μέρες Αδέσποτες, τις Περικοπές Απόκρυφου Ευαγγελίου, τη Βροχή μου, το Κορώνα Γράμματα και τη Ζωή. Ζήτησα να τον γνωρίσω.

Ήρθαν με τον Θηβαίο στο γραφείο και δεν πίστευα πως αυτή η «αιμοραγούσα» φωνή έβγαινε από αυτή τη γλυκιά και μικροκαμωμένη ύπαρξη.

Με συγκίνησε που έπλαθε τα τραγούδια με τα χέρια του, παίρνοντας εικόνες από την παγκόσμια λογοτεχνία, ιδέες από τη σπουδή του στη φιλοσοφία και ορμή από τη φοιτητική του αμφισβήτηση. Τα ζύμωνε με ένα δικό του τρόπο που, ενώ δεν ήταν καθόλου λαϊκά, τους έδινε μια λαϊκή αμεσότητα. Αισθάνθηκα έναν αέρα από την Ευρώπη να ξεπερνά τις ελληνικές κοινοτοπίες. Σαν να μην ήταν από εδώ. Σαν να ήταν Έλλην του εξωτερικού. Εκεί βρήκα εγώ συγγένεια. Μιλάγαμε πολύ ώρα και εισέπραξα τη φλόγα, τη δοτικότητα και τη γλυκύτητά του. Χάρηκα, αλλά ανησύχησα που έλεγε τόσο εύκολα ναι. Σκέφτηκα ότι πρέπει να τον προστατέψω μέχρι να μάθει να λέει όχι. Συμφωνήσαμε να κρυφτεί μέσα σε ένα συγκρότημα. Συγκρότημα βέβαια δεν υπήρχε, το φτιάξαμε. Προστέθηκε τρίτος ο Τάσος Λώλης, που ήταν φίλος τους και έπαιζαν μαζί. Ο Χρήστος ήθελε να ονομαστεί το συγκρότημα «Μέρες Αδέσποτες». Εμένα αυτό μου ταίριαζε για τίτλος δίσκου. Τους αντιπρότεινα το «Συνήθεις Ύποπτοι». Τους έδωσα τον χρόνο τους να το σκεφτούν. Σε μια εβδομάδα συμφώνησαν. Έγινα ο νονός της πορείας τους. Χαλαρώσαμε και ομολόγησαν πως είχαν γυρίσει όλες τις εταιρίες και είχαν φάει από όλες πόρτα. Πήρα έναν συνάδελφο παραγωγό από αυτούς που τους είχαν απορρίψει λέγοντας τους «Πολλά λόγια» ή «Σε ποιο ράφι να το βάλω;». «Σ’ ευχαριστώ», του είπα, «εγώ θα το κάνω HIT και θα το βάλω στο ράφι με τα ωραία»! Γέλια… Έβαζα στοίχημα μ’ εμένα!

«Συνήθεις Ύποπτοι»

«Συνήθεις Ύποπτοι»

Πήρα έγκριση για ένα χαμηλό μπάτζετ επειδή το «συγκρότημα» ήταν άγνωστο. Ίσα πουέφταναν για τις ώρες της ηχογράφησης.

Κανόνισα να γράψουμε στο Στούντιο Συν Ένα που μου άρεσε ο φυσικός ήχος που βγάζανε. Ο Σπύρος Χατζηνικολάου θα ηχογραφούσε. Έπρεπε να βρω φίλους εθελοντές μουσικούς για να είμαι συνεπής με τον χαμηλό προϋπολογισμό της Λύρας για το στούντιο. Ήμασταν πτωχοί πλην ευφάνταστοι και τίμιοι! Πήρα τον βιολιστή Γιώργο Μαγκλάρα να βεβαιωθώ αν ήταν διαθέσιμος όπως μου έλεγε ο Θηβαίος. «Ό,τι θέλεις για τον Χρήστο».

Είχαν κάτι «κουτσές κιθάρες» που μας εξέθεταν στην ηχογράφηση. Επιτάξαμε μια ακουστική από τον Δημήτρη Οικονομάκη και μια κλασσική από τον Λευτέρη Χαβουτσά. Στην πορεία χρειαστήκαμε ντράμερ. Πήρα τον Σπύρο Παναγιωτόπουλο να ανταλλάξω μια παλιά εξυπηρέτηση. Ήρθε. Στο Studio γοητεύτηκε από το υλικό: «Αν έχεις τέτοιες δουλειές να με φωνάζεις έρχομαι τσάμπα!» Ψυχάρα! Έπαιξε στο «Θέλω να πιω μαζί σου ένα τσιγάρο». Του ζήτησε ο Χρήστος να παίξει και στο «Ζωή». Ο Σπύρος ήταν επιφυλακτικός. «Έτσι που το παίζεις είναι ένα δικό σου jazz waltz, έχει προσωπικότητα. Αν παίξω, φοβάμαι πως θα ισοπεδωθεί». Είχε δίκιο.

Τα κρουστά τα έπαιξε ο Βασίλης Βασιλάτος, ο αδερφός του Αλέκου. Ήρθε ο Αντώνης Απέργης με τις φλογέρες και μια μαντούρα, ο Θύμιος Παπαδόπουλος με το κλαρινέτο και το σαξόφωνο και ο Γιώργος Πανούσης με τη φυσαρμόνικα. Τα καλύτερα παιδιά! Όλοι εθελοντές!

Πέρασε κι ο Μάλαμας αλλά συμμετοχή δεν ήθελε να κάνει. «Δεν με χρειάζονται, πουλάκι μου». Είχε δίκιο.

Χρήστος Θηβαίος

Χρήστος Θηβαίος

Στον κύριο όγκο της ηχογράφησης έπαιξαν όλοι μαζί. Ελάχιστα play back κάναμε και είχαμε ολοζώντανο το αίσθημα κάθε τραγουδιού. Η έκπληξη ήταν η ένταξη στη δουλειά και η αφοσίωση του Σπύρου Χατζηνικολάου, που έκανε σε ανύποπτες στιγμές συμπληρωματικές ηχογραφήσεις πότε στις κιθάρες πότε στα τύμπανα. Μιξάρισε το «Κορώνα γράμματα» με άλλη προσέγγιση, με εξωπραγματικά λυρικά εφέ που στην αρχή με τρόμαξαν αλλά μετά ένιωσα την ποιητική που πήγαινε πιο πέρα, την έκφραση του τραγουδιού. Έχω κάνει την επιλογή των τραγουδιών του δίσκου, από 18 τραγούδια. Υπολογίζω και καβάτζα για τον επόμενο δίσκο. Η εμπειρία λέει πως, αν πετύχει ένα γκρουπ στον πρώτο δίσκο, αρχίζουν εμφανίσεις περιοδεία και υποχρεώσεις και δεν έχουν χρόνο να γράψουν καινούρια τραγούδια. Ροκανίζουν ό,τι περίσσεψε από τον πρώτο. Στον τρίτο δίσκο ή διαλύονται ή έχουν βρει τις ισορροπίες τους και συνεχίζουν για άλλα τουλάχιστον πέντε χρόνια. Ο δίσκος ήταν έτοιμος. Βάζω Α1 «Το ημερολόγιο».

Να τους ξαφνιάσω από την αρχή.

Όλα κυλάνε κατ’ ευχήν αλλά ο Χρήστος αλλάζει γνώμη και δεν ήθελε να βάλουμε τον «Γορίλα» ενώ τον είχαμε γράψει.

Το είχα στείλει και στον Γιώργο Παπαστεφάνου να μας πει μια γνώμη για την ελεύθερη απόδοση και μας απάντησε με τα θερμά του συγχαρητήρια! Είχα κάνει και τα φωνητικά. Ο Θηβαίος είχε κολλήσει, του φαινόταν ελαφρό. Μετά από πολύωρες συζητήσεις επείσθη μόνο όταν του είπα «Θέλω να έχεις μια Συννεφούλα στον δίσκο». Προστέθηκαν το «Τι Τι Χα», ένα θεατρικό τραγούδι του Αλέκου και το «Απ’ τον παράδεισο» του Τάσου Λώλη που μας άφησε νωρίς για τον δικό του παράδεισο.

Πήγα στο εργαστήρι της Έλενας Αθανασιάδου, που ήταν φίλη της παρέας, και διάλεξα πίνακες και έργα για να κάνουμε το artwork. Έβαλα τον Χρήστο να γράψει καλλιγραφικά στο χέρι όλα τα κείμενα και τα credits.

Εκείνα τα χρόνια το status στα ράδια ήταν ό,τι θέλει ο ακροατής! Έπαιρνες τηλέφωνο και έδινες παραγγελίες! Ο πελάτης ήταν το κοινό. Τώρα, βέβαια, ο πελάτης είναι οι διαφημιστικές. Τότε υπήρχε πολυφωνία. Ο κάθε παραγωγός έφτιαχνε, ανάλογα με την αισθητική του, ένα ύφος εκπομπής. Έπαιζε ό,τι ήθελε. Δεν υπήρχε αυτός ο ρομποτισμός του playlist. Παρά την ελευθερία, υπήρχε ο χρονικός περιορισμός. Το τραγούδι δεν έπρεπε να ξεπερνάει τα 3 λεπτά με τίποτα. Στα 3,5 γκρίνιαζαν και, αν υπερέβαινες, του έκαναν fade out ή απλώς δεν το έπαιζαν.

Η «Βροχή μου» ήταν 5.13. Έπεσαν να με φάνε! Η εταιρεία. «Ψαλίδισέ το! Δεν θα το παίξουνε τα ραδιόφωνα. Θα το κάνουμε fade out! Κάνε μια version για τα ραδιόφωνα». Απειλές και γκρίνιες. «Δεν είναι δυνατόν να μην έχετε εμπιστοσύνη στο ωραίο» έλεγα εγώ. Αποφάσιζαν για τον ακροατή πριν τον ακροατή. Επέμεινα ότι το τραγούδι είναι ωραίο έτσι 5.13. Δεν κόβω τίποτα!

Κυκλοφορούμε και στις πρώτες βροχές το παίζουν και είναι μια μεγάλη γοητεία. Μια μεγάλη ομπρέλα άνοιξε και μας προστάτεψε. Μας στήριξαν τα τηλεφωνήματα του κοινού. Το καλύτερο soundtrack της βροχής που είχε παιχτεί μέχρι τότε. Μπροστά στη ζήτηση ξέχασαν τις γκρίνιες για τη διάρκεια και το έπαιζαν όλο.

Ακόμα και τώρα που η παρεμβατικότητα και ο έλεγχος στα ραδιόφωνα έχει μεγιστοποιηθεί η «Βροχή μου» παίζεται αλώβητη όπως έγινε. Πεντάλεπτη κι ωραία!

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην Athens voice