Στη μέση της συζήτησής μας με τον σαββατιάτικο καφέ, o Γιάννης Κότσιρας άκουσε τα καλά νέα στο τηλέφωνο. Τα εισιτήρια της αυριανής συναυλίας του στο Ηρώδειο είχαν κιόλας εξαντληθεί. Τώρα απομένει να απολαύσει τη γιορτή, τα τραγούδια της οποίας ενορχήστρωσε ο Βασιλικός. Η Καμεράτα, με μαέστρο τον Γιώργο Πέτρου, ανέλαβε την ορχηστρική εκτέλεση, η Αργυρώ Χιώτη τη σκηνοθεσία, ενώ για χατίρι του θα έρθουν από το Ισραήλ η Γιασμίν Λεβί και από τη Σερβία ο Ζέλικο Γιοκσίμοβιτς. «Η διάθεση θα είναι μεσογειακή», μας προετοιμάζει ο ερμηνευτής.
«Ο,τι θυμάσαι δεν πεθαίνει» είναι ο τίτλος της συναυλίας του στο Ηρώδειο. Και η αλήθεια είναι ότι θυμάται με κάθε λεπτομέρεια αυτήν τη διαδρομή των δύο δεκαετιών, που «η αρχή ήταν τυχερή και εύκολη, αλλά η συνέχεια δύσκολη». Μέχρι το 1996 εργαζόταν σε μια εταιρεία επίπλων και το βράδυ τραγουδούσε στα ρεμπετάδικα. Εκεί τον άκουσε ο Αγγελος Σφακιανάκης και «με έστειλε την ίδια ημέρα στην Ελευθερία Αρβανιτάκη και την Ευανθία Ρεμπούτσικα, η οποία με δοκίμασε με τον Παναγιώτη Καλαντζόπουλο και τον Αρη Δαβαράκη στην “Αλεξάνδρεια” και το “Λέει, λέει”».
– Οι δυσκολίες πότε άρχισαν;
– Στην πορεία, και είχαν να κάνουν κυρίως με τον εαυτό μου. Είχα να αντιπαλέψω την αλλαγή της ζωής μου αλλά και την επιθυμία μου να εκφράζω μουσικά αυτό που είμαι και όχι αυτό που θα ήθελαν οι άλλοι να είμαι. Τα ακούσματά μου ήταν ένα μουσικό μείγμα. Οι εταιρείες, τα ΜΜΕ, αλλά και το κοινό, ήθελαν να μου δώσουν την ετικέτα του έντεχνου μπαλανταδόρου, του αγοριού με τα μακριά μαλλιά, παρότι είχα αρχίσει από το ρεμπέτικο.
– Θέλετε να πείτε ότι δεν κολακευτήκατε;
– Κολακεύτηκα από την επιτυχία, δεν το αρνιέμαι. Ομως δεν φυτεύθηκα στο τραγούδι, δεν βγήκα από ένα τηλεοπτικό σόου, είχα δουλέψει σκληρά. Επιτυχία σημαίνει επανάπαυση. Αποτυχία σημαίνει μάθημα από τα λάθη που έκανες.
– Ομως κι εσείς, όπως και πολλοί άλλοι, φωτογραφηθήκατε κατά τα πρότυπα του λάιφσταϊλ του ’90.
– Οι φωτογραφίσεις ήταν εντός ενός πλαισίου για την προβολή έκδοσης μιας νέας δουλειάς. Και σήμερα συμβαίνει σε όλους, είτε είναι έντεχνοι, λαϊκοί είτε ποπ. Εχω δει πιο αντεργκράουντ έντεχνους από μένα που έκαναν πολύ περισσότερα λάιφσταϊλ εξώφυλλα, αλλά αυτό δεν ακύρωνε τη δουλειά τους.
Προτίμησα την ειλικρίνεια
– Εχω την αίσθηση πως κι εσείς βολευτήκατε στην ταμπέλα του «καλού παιδιού με την ωραία φωνή». Τώρα υποστηρίζετε ότι θελήσατε να την αποτινάξετε;
– Οτι αποκτάμε μια ταυτότητα μετά 1 – 2 ώρες δημοσιότητας, όσο δηλαδή διαρκεί μια συνέντευξη στον Τύπο ή λίγα λεπτά στην τηλεόραση, δεν σημαίνει ότι είμαστε μόνο αυτό που φαίνεται. Ωριμάζοντας, το συνειδητοποιείς και πνίγεσαι. Υπάρχουν συνεπώς δύο επιλογές: Ή το ανέχεσαι μπρος στον φόβο ότι θα χάσεις ένα βασικό μέρος του κοινού ή το αποτάσσεις ρισκάροντας. Προτίμησα την ειλικρίνεια.
– Σε ποια επίπεδα είπατε… απεταξάμην;
– Στο επίπεδο του πολύ καλού παιδιού που νόμιζαν όλοι ότι θα γυρίζω μονίμως και το άλλο μάγουλο, αλλά και στο επίπεδο της απολιτίκ στάσης. Υπήρχε μια περίοδος κατά την οποία όλοι δεν ήταν πολιτικά ενταγμένοι, δεν ήταν ομοφυλόφιλοι, δεν ήταν στρέιτ, δεν ήταν παντρεμένοι, δεν ήταν χωρισμένοι. Ηταν όλα, μαζί, για να μη στενοχωρήσουν κανέναν. Προσπάθησα να διαφοροποιηθώ με τις μουσικές επιλογές μου και εκφράζοντας τις απόψεις μου. Αφορμή στάθηκε το «Ταξίδι και φιλιά», το 2007. Μία εβδομάδα πριν κυκλοφορήσει, το cd κρίθηκε με βάση την επιλογή των ανθρώπων που διάλεξα τότε να γράψουν τραγούδια, όπως ο Στέλιος Ρόκκος, ο Χρήστος Δάντης κ.ά., αλλά και το ποιος ήμουν στην προσωπική μου ζωή. Αυτό μου γύρισε τα μυαλά.
– Ποια είναι η δική σας εμπειρία από τα λουλούδια;
– Παρότι από τα λουλούδια ξεκίνησα στα ρεμπετάδικα, δεν τα συμπαθώ. Ολα έχουν να κάνουν με τον τρόπο που γίνεται: άλλο σου προσφέρω λουλούδια και άλλο σου πετάω το καλάθι. Είναι μια επιθετικότητα που σήμερα καθρεφτίζεται και στα σόσιαλ μίντια. Συχνά το κοινό είναι ισοπεδωτικό. Θεωρούν ότι όσοι κρατούν μικρόφωνο είναι ίδιοι.
– Η κρίση τι έφερε στον χώρο σας;
– Ενα κύμα επιστροφής του ποιοτικού τραγουδιού στα λάιβ. Παραμένω όμως δύσπιστος ως προς το αν αυτό είναι συνειδητό ή λειτουργεί ως ποιοτικό άλλοθι να μην εκτεθούμε αυτή την περίοδο. Κάτι άλλο που βλέπω είναι η τάση του νεανικού κυρίως κοινού να παρακολουθεί τα λάιβ μέσω μιας οθόνης, παρότι είναι παρόντες. Ισως πρέπει να βρεθεί ο ψυχολόγος του Διαδικτύου. Με τρομάζει η απώλεια της ανθρώπινης επαφής, ότι χάνουμε τις τρεις διαστάσεις της πραγματικότητας: τη σωματική επαφή, το άρωμα, τον ήχο. Δεν τα ζεις αυτά μέσα από το Διαδίκτυο. Με ενοχλεί επίσης το μένος, η ανθρωποφαγία που πάντα υπήρχε, απλώς τώρα είναι και έγγραφη.
Η ευθύνη του σουξέ
– Πόσο άλλαξε το τραγούδι μέσα από την κοινωνία αυτή την περίοδο;
– Η αλληλεγγύη ένωσε δυνάμεις. Δόθηκαν περισσότερες συναυλίες για ανθρωπιστικούς σκοπούς. Και παλιότερα συμμετείχαμε, τώρα όμως ψάχνουμε περισσότερο τον σκοπό. Η καταστροφή της δισκογραφίας που προηγήθηκε της κρίσης έφερε κι ένα καλό στη μουσική: έβγαλε από τις πλάτες των καλλιτεχνών την ευθύνη του σουξέ. Εφόσον δεν έχεις να πουλήσεις δίσκους, δεν σε πολυνοιάζει. Απελευθερώθηκε η έκφραση, αλλά και το βαθύτερο συναίσθημα του δημιουργού. Επιπλέον οι δισκογραφικές εταιρείες πρέπει να καταλάβουν ότι επιστρέφουμε στην εποχή του συνολικού έργου ενός καλλιτέχνη.
– Στη θεματολογία των τραγουδιών τι άλλαξε;
– Τα παραμελημένα τραγούδια των μεγάλων δημιουργών ξαναβρήκαν τον χώρο τους. Στα καινούργια που γράφτηκαν αυτό το διάστημα υπάρχουν νύξεις, όμως σε τέτοιες περιόδους δεν μπορείς να είσαι ξεκάθαρος. Οσο καταλαγιάζει η σκόνη του «μνημονιακού» και «αντιμνημονιακού», τόσο ο καλλιτέχνης θα μπορεί να το κάνει δημιουργία.
– Ποια είναι η γνώμη σας για την επίθεση που δέχτηκε ο Νίκος Πορτοκάλογλου στο Διαδίκτυο κατηγορούμενος ως «μνημονιακός», για το καινούργιο του τραγούδι;
– Δεν αγαπώ την Ευρώπη έτσι που έχει γίνει, είμαι απ’ αυτούς που αντέδρασαν στα μνημονιακά μέτρα. Δέχτηκα πόλεμο γι’ αυτό, ωστόσο ποτέ δεν υποστήριξα τη λογοκρισία. Είναι η βάση της πιο αντιδημοκρατικής αντίληψης που υπάρχει στην Ελλάδα την τελευταία 20ετία. Ο Νίκος, επειδή εξέφρασε μια άποψη πιο μετριοπαθή για το μνημόνιο, έπεσαν να τον φάνε, θεωρώντας ότι το τραγούδι του εξέφρασε το εκτός ρεύματος κλίμα. Εχει το ίδιο δικαίωμα που έχουμε όλοι. Ο αντίλογος είναι πως, εφόσον υπάρχει αυτό, μπορεί να γίνει και κριτική. Η όποια κριτική πρέπει κατ’ αρχάς να αφορά το μουσικό μέρος και κατά δεύτερο το ιδεολογικό. Η ισοπέδωση δεν μας έκανε ποτέ καλό. Στη μεταπολίτευση έπρεπε να είσαι ή στην ΚΝΕ ή δεξιός. Από το ’81 και μετά έπρεπε ΠΑΣΟΚ ή δεξιός, έπειτα μόνο ΠΑΣΟΚ, ενώ από το 1998 όφειλες να είσαι με το χρηματιστήριο. Τώρα ή είσαι με την Ευρώπη ή είσαι με την Ελλάδα. Ολα αυτά είναι υποκριτικά!
«Τις ταμπέλες τις έχουμε στο μυαλό μας»
– Οι χειρότερες κριτικές που ακούσατε;
– Ηταν για το Live με τα λαϊκά, το οποίο έως σήμερα πούλησε μισό εκατομμύριο αντίτυπα και τότε έγραφαν: «Καλύτερα κάποια τραγούδια να μην τα πιάνει στο στόμα του». Τα «άκουσα» και για τον «Φύλακα άγγελο». Αυτοί οι δύο δίσκοι πήραν τις χειρότερες κριτικές, αλλά αγαπήθηκαν περισσότερο από τον κόσμο. Είναι από τα παράδοξα της δουλειάς μας. Τα μεγαλύτερα έντεχνα σουξέ αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα είναι η «Πριγκιπέσα» του Μάλαμα και το «Τα είπα όλα» των Πασχαλίδη και Οδυσσέα Ιωάννου. Ε, λοιπόν, δεν υπάρχει σκυλάδικο και εντεχνάδικο που να μην παίξει αυτά τα τραγούδια. Τις ταμπέλες τις έχουμε στο μυαλό μας.
– Δεν υπάρχουν δηλαδή οι «δύο όχθες» στο τραγούδι;
– Υπάρχει ένα μέρος του τραγουδιού που λειτουργεί ως ψυχαγωγία κι ένα άλλο που λειτουργεί ως σωματική εκτόνωση. Το αν είναι καλό ή κακό θα φανεί με τον χρόνο. Το καλύτερο τραγούδι είναι αυτό που μας συγκινεί. Κάποτε ο Μπιθικώτσης μου είχε πει ότι τα περισσότερα λουλούδια στο μαγαζί όπου δούλευε τα έπαιρνε με το «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ». Μια ακομπλεξάριστη συμπεριφορά που δεν πρόλαβε η γενιά μου.