Η γενιά της αμφισβήτησης και το μπουζούκι
Η διαδρομή της ορχήστρας που άλλαξε το τοπίο στην – κοσμοπολίτικη και ταυτοχρόνως «ελληνοπρεπή» – νυχτερινή διασκέδαση
Έρευνα: Αλέξης Βάκης

Στα πλαίσια του συνολικού αφιερώματος του περιοδικού στα νεανικά λαϊκά συγκροτήματα της δεκαετίας του ’80, υπό τις πεννιές των οποίων λικνίστηκαν εκατομμύρια νεοέλληνες, και με τυπική αφορμή την επικείμενη – περί το Πάσχα – κυκλοφορία μιας κασετίνας που θα περιλαμβάνει όλο το δισκογραφημένο αλλά και αρκετό ανέκδοτο υλικό της, στις επόμενες σελίδες θα διαβάσετε την ιστορία της Οπισθοδρομικής Κομπανίας. Μιας μπάντας η οποία ξεκίνησε από ανθρώπους μάλλον ροκ αισθητικής, με μακριά μαλλιά, μούσια και σκουλαρίκια, που έμελλε όμως να εξελιχθεί σε μια Ορχήστρα που έπαιξε με θαυμάσιο τρόπο το «αστικό» λαϊκό ρεπερτόριο, και η οποία θεωρείται ακόμα και σήμερα ως σημείο αναφοράς για την αλλαγή της συλλογικής αισθητικής και τη μεταλλαγή της επί το χορευτικότερον. Ο κεντρικός ιστός του αφιερώματος στην Οπισθοδρομική Κομπανία διατρέχεται από τις αναμνήσεις του Άγγελου Σφακιανάκη (που είναι σήμερα δισκογραφικός παραγωγός), και συμπληρώνεται από τις παρεμβάσεις της Ελευθερίας Αρβανιτάκη αλλά και των τραγουδοποιών Γιάννη Εμμανουηλίδη και Θοδωρή Παπαδόπουλου.

Η “Οπισθοδρομική Κομπανία” επί χάρτου

Ο Άγγελος Σφακιανάκης θυμάται

Γεννήθηκα στο Κάιρο και μεγάλωσα στην Μανσούρα ακούγοντας Om Kalthoum, Abd El Halim Hafez και χορεύωντας στον Ελληνικό σύλλογο Pristley, Dalida Beatles και Rolling Stones.

Το 1967, μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών, επιστρέψαμε οικογενειακώς από την Αίγυπτο στην Ελλάδα. Εγκατασταθήκαμε στην Πλατεία Κολιάτσου. Εκεί, γνωρίστηκα με τον Γιάννη Εμμανουηλίδη, μέσω ενός ξαδέλφου του. Παίρναμε κάτι καβαλέτα από τον Κυρ Μήτσο τον μαραγκό και κλείναμε την οδό Πάρου, που ήταν χωματόδρομος. Από την Πατησίων ως τη Δροσοπούλου δεν μπορούσε να περάσει κανένα αμάξι και το κάναμε παιδική χαρά: παίζαμε μπάλα, κρυφτό, ρακέτες, κιθάρες. Ήτανε σαν κατάληψη. Αν ερχότανε κάποιος της γειτονιάς και ήθελε να περάσει, μας κορνάριζε και του ανοίγαμε δρόμο. Όλοι οι άλλοι νομίζανε ότι γίνονται έργα. Ο Ντίνος, ο ξάδερφος, ήξερε κιθάρα, και μας μάθαινε τραγούδια και ακόρντα. Παίζαμε Beatles, Stones, Animals, τέτοια. Αργότερα βέβαια σκορπίσαμε.

Βόλος

Το 1974 μόλις τελείωσα τις σπουδές μου στις σχολές του Κουν και του Κατσέλη μου πρότειναν συνεργασία από το Ελεύθερο Θέατρο. Είχα παίξει ήδη σαν φοιτητής στο Μικρό Θέατρο, στο Θέατρο Στοά και στο Θέατρο Τέχνης, αλλά στο Ελεύθερο έζησα τη ζωή της θεατρικής ομάδας. Ήταν η εποχή της μεταπολίτευσης, και τα μυαλά μας έκαιγαν πιό πολύ κι από το αίμα μας. Προσπαθούσαμε να φέρουμε σε ισορροπία το «πολιτικό με το προσωπικό». Έτσι, με μια παρέα νέων ηθοποιών πήγαμε στο Βόλο και με τοπικούς παράγοντες φτιάξαμε ένα σωματείο, τη Θεατρική Λέσχη Βόλου, και την Πειραματική Σκηνή, που ήταν το όργανό της. Στην αρχή η κατάσταση ήταν δύσκολη αλλά σιγά σιγά έστρωσε και μας παραχωρήσανε έναν καταπληκτικό χώρο: τον ξενώνα Στούρνα, στην Άλλη Μεριά του Βόλου. Μέναμε εκεί και κάναμε και τις πρόβες, τις γυμναστικές μας, , φτιάχναμε τα κουστούμια και τα σκηνικά, εν είδει κοινοβίου. Βγαίναμε και παίζαμε σε πλατείες, σε καφενεία και σε σχολεία. Το όραμά μας ήταν να κάνουμε Λαϊκό Θέατρο, όπως το έκανε ο Dario Fo στην Ιταλία, ο Eugenio Barba στη Δανία και άλλες ομάδες. Ένα πειραματικό πράγμα δηλαδή, αλλά που το δοκιμάζαμε με λαϊκό κοινό, που ίσως και να μην είχε δει και ποτέ του θέατρο. Σε κάποια φάση, πετυχαίνω τον Εμμανουηλίδη -ο οποίος είχε γυρίσει για καλοκαίρι από την Ιταλία, όπου σπούδαζε στη Σχολή Καλών Τεχνών – να περνάει από το Βόλο για να πάει στη Σκιάθο. Είχε μαζί του ένα τρίχορδο μπουζούκι. Το βράδυ που τον φιλοξένησα, έπιασα κι εγώ την κιθάρα και παίξαμε μαζί μερικά τραγούδια του Μάρκου. Όταν σε λίγες μέρες πήγαμε στη Σκιάθο για να δώσουμε παράσταση, κάλεσα το Γιάννη να έρθει να παίξουμε πέντε – έξι τραγούδια πριν την παράσταση. Όπερ και εγένετο.

Στη γύρα

Όταν τελείωσε για μένα το θέατρο του Βόλου (το ’78), επέστρεψα στην Αθήνα και νοίκιασα ένα σπίτι στην Κυψέλη. Ξαναβρεθήκαμε με τον Εμμανουηλίδη, ενώ στην παρέα προστέθηκαν ο Κώστας Χρηστίδης, η Θέκλα Τσελέπη και ο Μανώλης Κουτσουρέλης, με τους οποίους βρισκόμασταν συχνά, παίζαμε και τραγουδούσαμε παλιά ρεμπέτικα. Με τα πολλά, τους έπεισα να πηγαίνουμε να παίζουμε σε ταβέρνες και να βγάζουμε καπέλο, όπως έκαναν οι παλιοί ρεμπέτες. Αν και στην αρχή όλοι ντρεπόμασταν με το καπέλο, μας πήρε λίγο καιρό ώσπου να εξοικιωθούμε. Φορούσαμε παλιά σακάκια, καπέλα, γιλέκα και μπλου τζην. Ήμασταν σαν πλανόδιος θίασος. Λίγο αργότερα προστέθηκε στην παρέα ο Βαγγέλης Τζαμτζής ο «Κολεπανασάβος», φοιτητής του Πολυτεχνείου. Από το σχήμα πέρασαν διάφοροι, άλλοι για μια «γύρα» άλλοι για περισσότερο. Θυμάμαι την Κατερίνα Σχοινά (η σημερινή βιβλιοκριτικός, διετέλεσε τραγουδίστριά μας ), τον Αντώνη Βεζυρτζή τον γλύπτη, τον Γιάννη Φιλίππου (κρουστά), την Barbara Sauter (βιολί), τον Γιώργη Χριστοφιλάκη τον συγγραφέα και συλλέκτη (μπαγλαμά), τον Μάκη Τριανταφυλλόπουλο κ. α. Με την είσοδο του Τζαμτζή, αρχίσαμε να κάνουμε οργανωμένες πρόβες. Τότε ήταν που γνωρίσαμε και τον Στράτο Στρατηγόπουλο. Ο Στράτος ή «Παππούς» ήτανε γραφίστας, είχε σπουδάσει κλασική κιθάρα και εκείνη την εποχή ήτανε φαντάρος. Οπότε το πράγμα καταστάλαξε το ’79 ως εξής: ο Στράτος κιθάρα, ο Γιάννης μπουζούκι και εγώ μπαγλαμά, είχαν φύγει όλοι οι άλλοι.

Οι ταβέρνες

Η ζωή του πλανόδιου μουσικού είχε ενδιαφέρον από οικονομικής πλευράς και ήταν γεμάτη εκπλήξεις. Και βέβαια, δουλεύαμε όποτε και όση ώρα θέλαμε. Πηγαίναμε σε τέσσερις με πέντε ταβέρνες – το μάξιμουμ – κάθε φορά που βγαίναμε, καθόμασταν μισή ώρα στην καθεμιά και φεύγαμε. Η υποδοχή συνήθως ήταν εγκάρδια. Είχαμε και κάποια στέκια που καταλήγαμε, θέλανε δηλαδή και εκείνοι να πηγαίνουμε πιο αργά. Εκεί καθόμασταν τουλάχιστον μία ώρα και συνήθως εξελισσόταν κάποιο γλέντι. Μην ξεχνάμε ότι η Αθήνα τότε ξενύχταγε. Ένα τέτοιο στέκι ήταν της Ξανθής, στο λόφο του Στρέφη, που ήταν τόπος συνάντησης των Ικαριωτών. Επίσης οι Μαδάρες, του Κακαουνάκη μια κρητική ταβέρνα στη Φυλής, η Σαλατοχώρα στο Κολωνάκι. Από τη μια ταβέρνα στην άλλη πηγαίναμε με ένα πανάρχαιο 2CV – χωρίς φρένα – που είχε ο Στρατηγόπουλος. Γιατί έπρεπε να προλάβουμε να πεταχτούμε από τη μιά άκρη της Αθήνας στην άλλη, αν δεν είχε δουλειά και ξανά πίσω. Δοκιμάζαμε και καινούργια στέκια. Το «καπέλο» ήταν δικό μου, ήταν μαύρο και του είχα βάλει κι ένα μωβ φτερό. Ένα βράδυ, σε μια ταβέρνα πίσω από το Αιγινήτειο, πετύχαμε μια παρέα με μπουζούκια, που έπαιζαν για το κέφι τους. Μετά την αρχική αμηχανία, συστηθήκαμε, καθίσαμε μαζί τους και παίξαμε όλοι μαζί. Από εκείνη την παρέα συνδεθήκαμε με δυό μπουζουξήδες τον Πέτρο Φρονίστα και το Θανάση Μπόμπορα, ο οποίος λίγο καιρό αργότερα προσχώρησε στην ομάδα.

Οι ιδέες

Η κομπανία θέτει σιγά σιγά τις θέσεις της. Τα μπουζούκια να είναι τρίχορδα γιατί ο ήχος έτσι είναι λιτός, ακριβής, μοναδικός. Ο λαϊκός πολιτισμός και ο μουσικός πλούτος της Ελλάδας είναι σπάνιος και πρέπει να αντισταθεί και να αντιπαρατεθεί στην πολυεθνική επίθεση. Το κοινό πρέπει να συμμετέχει ενεργητικά, τα τραγούδια να χορεύονται. Η ομάδα να υπηρετεί το γλέντι. Το σύγχρονο λαϊκό τραγούδι – εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων – ήταν απορριπτέο. Παίζουμε για μικρό αντίτιμο αν οι σύλλογοι που μας καλούν στηρίξουν τις ιδέες μας. Επιτρέπουν τον χορό. Φροντίζουν για τα ποτά και τα φαγητά του ακροατηρίου.

Ο Μάνος Λοίζος

Γνωρίστηκα με τον Λοίζο όταν ήρθε στο Βόλο για να γράψει μουσική για το έργο του Χουρμούζη «ο Υπάλληλος» που θα ανεβάζαμε. Ξαναβρεθήκαμε τυχαία στις Μαδάρες όταν ήμασταν το τρίο στη «γύρα». Του άρεσε και ήθελε να μας κάνει δίσκο. Μας κάλεσε σπίτι του και κάναμε μιά ηχογράφηση demo για να το πάει στη Minos. Δεν προχώρησε τίποτα γιατί δεν άρεσε η ιδέα τότε στον Μάτσα.

Η γνωριμία με την Ελευθερία

Το καλοκαίρι, αποφασίσαμε με τον Εμμανουηλίδη να κάνουμε περιοδεία στα νησιά. Ο Στρατηγόπουλος δεν μπορούσε να έρθει, λόγω του στρατού, Έτσι, το προτείναμε στον Πέτρο Εξαρχάκο. Ο Πέτρος ήτανε στο Μαθηματικό στην Πάτρα και έπαιζε ακορντεόν. Η πρώτη μας στάση ήτανε στη Σύρο, όπου διαπιστώσαμε ότι όλα τα μαγαζιά ήταν τουριστικά – τα καλούμενα «πιατάδικα» – και δεν μας άφηνε κανείς να παίξουμε, για να μην κάθεται ο κόσμος παραπάνω, αλλά να τρώει και να φεύγει. Φύγαμε λοιπόν και πήγαμε στη Σκόπελο. Με το που παίξαμε στη πρώτη ταβέρνα μας την έπεσε η αστυνομία ότι αυτό που κάνουμε είναι επαιτεία και ότι αν ξαναπαίζαμε θα μας έδιωχναν από το νησί. Ευτυχώς μας πλησίασαν τα παιδιά από τα θερινά μαθήματα του Geote και μας ζήτησαν να παίξουμε για μια γιορτή τους. Έτσι μπορέσαμε να μείνουμε μερικές μέρες για διακοπές. Κάποιος μου έδειξε μια όμορφη κοπέλα και μου είπε ότι παίζει μπαγλαμά. Οπότε άρχισα να την πειράζω, «συνάδελφε» και τέτοια. Ένα βράδυ πήγαμε σε μια ταβέρνα που ήταν σε μια ταράτσα, είχε όμως και ένα δωμάτιο που ήταν στεγασμένη η ορχήστρα και έπαιζαν ο Γιώργος Ξηντάρης, ο Γιώργος Καλαφάτης και ο Λάμπρος Καρελάς. Στο ίδιο δωμάτιο ήταν και μια παρέα που δεν την βλέπαμε. Όταν έκαναν διάλειμμα τα παιδιά, η κιθάρα πήγε στην παρέα. Και ξαφνικά, ακούω μια γυναικεία φωνή να τραγουδά. Βαρέθηκα τον κόσμο πια, καλογριά θα γίνω, του Βαγγέλη Παπάζογλου και παθαίνω πλάκα. Σηκώθηκα αμέσως, και πήγα να δω, και βλέπω την «συνάδελφο», δηλαδή την Ελευθερία Αρβανιτάκη. Τότε δούλευε ως γραμματέας σε μια εταιρεία και στη Σκόπελο έκανε διακοπές. Έγινε μεγάλο γλέντι στην ταβέρνα εκείνο το βράδυ, γίναμε όλοι μία παρέα. Ζήτησα από την Ελευθερία να πει τον Τρελό τσιγγάνο του Τσιτσάνη. Με το που το τραγούδησε ήταν αυτό που φανταζόμουν, γυρίζω και λέω στον Εμμανουηλίδη «αυτή τη φωνή χρειαζόμαστε»!

Ο Σαββόπουλος

Πριν φύγουμε για τα νησιά, είχανε ανοίξει οι καλοκαιρινές ταβέρνες. Ένα βράδυ, πήγαμε στην ταβέρνα του Κρητικού, που ήτανε πίσω από το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Αρχίσαμε να παίζουμε. Κάποια στιγμή ο Διονύσης Σαββόπουλος που ήταν εκεί, μας έστειλε ένα κέρασμα και ζήτησε να πάμε στο τραπέζι του. Πήγαμε και πιάσαμε κουβέντα. Μας είπε πως ετοιμάζει κάτι για το χειμώνα και ότι ίσως μας χρειαστεί. Του έδωσα το τηλέφωνό μου και φύγαμε. Έτσι, το καλοκαίρι, μόλις γνωριστήκαμε με την Ελευθερία, της είπα ότι υπάρχει μια πρόταση από το Σαββόπουλο για το χειμώνα και τη ρώτησα αν την ενδιαφέρει. Το ατού βέβαια ήταν ο Σαββόπουλος γιατί με την «γύρα» δεν έπειθες κανέναν τότε. Μου απάντησε ότι κατ’ αρχήν την ενδιαφέρει. Το Σεπτέμβριο λοιπόν, χτύπησε το τηλέφωνο. Εγώ στην αρχή δεν αναγνώρισα τη φωνή του, και νομίζοντας ότι είναι ο φίλος μου ο Γιάννης που μου έκανε πλάκα, τον έκραξα – Άει πηδήξου Castaneda του είπα. Όταν κατάλαβα την γκάφα μου δεν ήξερα πως να τα μπαλώσω. Ήταν όντως ο Σαββόπουλος. Με ρώτησε τι κάνει η μπάντα και ζήτησε να βρεθούμε. Του πρότεινα να συναντηθούμε την επόμενη εβδομάδα, για να ακούσει τη νέα ομάδα. Στο ραντεβού αυτό, που έγινε σε μια ταβέρνα στην Αλκηβιάδου, πήγαμε με την κλασική σύνθεση της Κομπανίας, ως πεντάδα: ο Γιάννης, ο Στράτος, ο Εξαρχάκος, η Ελευθερία κι εγώ. Την επομένη μας κάλεσε στο σπίτι του, όπου μας ανακοίνωσε πως, ακούγοντάς μας, άλλαξαν τα αρχικά του σχέδια. Ενώ σκεφτόταν να συνεργαστεί με διάφορους, από ένα εικοσαήμερο με τον καθένα, ήθελε πλέον να δουλέψουμε όλο το χειμώνα μαζί. Κατουρηθήκαμε απ τη χαρά μας, αλλά κάναμε τους ψύχραιμους και συμφωνήσαμε. Τώρα έπρεπε να συμφωνήσει και η Κα Δώρα η μητέρα της Ελευθερίας που δεν είχε ιδέα για όλα αυτά. Πήγα στον Πειραιά και την έπεισα πως δεν πρέπει να χάσει η Ελευθερία αυτή την ευκαιρία. Αποφασήσαμε να μην σταματήσει την πρωϊνή της δουλειά και τα βράδια θα την επέστρεφα εγώ στο σπίτι μετά το μαγαζί. Το μαγαζί ήταν ο Σκορπιός η Μπουάτ στην Πλάκα και το πρόγραμμα ήταν το Γιγανταιώρημα, που ανέβηκε το χειμώνα του ’80 – 81. Εκτός από ρεμπέτικα που λέγαμε στην αρχή, κάναμε φωνητικά στο Διονύση και είχαμε ενταχθεί σαν μουσικοί στο υπόλοιπο πρόγραμμα. Πάντως, κρατήσαμε το δικαίωμα Δευτέρες και Τρίτες που είχαμε ρεπό, να μπορούμε να παίζουμε μόνοι μας.

Από τότε και για μια μεγάλη περίοδο συνδεθήκαμε φιλικά και επαγγελματικά με τον Σαββόπουλο.

Το όνομα

Όταν κλείσαμε τη συνεργασία με το Σαββόπουλο έπρεπε πια να βρούμε ένα όνομα. Μέχρι τότε ήμασταν «τα παιδιά που γυρνάνε στις ταβέρνες» και δεν χρειαζόμασταν όνομα. Το «κομπανία» σηματοδοτούσε την αγάπη μας για το ρεμπέτικο τραγούδι και τον κολεκτιβισμό. Θέλαμε και κάτι που να δικαιολογεί τα μακριά μας μαλλιά. Εκείνα τα χρόνια ακούγαμε συνέχεια τη λέξη « πρόοδος», ήταν ακόμα το κλίμα της μεταπολίτευσης. Οπότε ονομαστήκαμε Οπισθοδρομική Κομπανία, σα να βγάζαμε την γλώσσα των Stones, στο «αναπτυξιακό» και το «προοδευτικό» της εποχής εκείνης. Θέλοντας να δηλώσουμε ότι είμαστε στο τώρα αλλά γουστάρουμε και το πριν.

Βλέπαμε την αγκύλωση και το ανοργασμικό της «προοδευτικότητας», και ζητούσαμε μια νέα de profundis τοποθέτηση. Ήμασταν με τη μεριά του έρωτα και της ζωής. H φωτογραφική απομίμηση του παρελθόντος μας θύμιζε μουσείο. Παίξαμε παντού όπου μας καλούσαν (και πάντοτε αφιλοκερδώς): σε φυλακές, σε ψυχιατρεία, σε άσυλα, σε εκδηλώσεις συμπαράστασης πολιτικών κρατουμένων κλπ βοηθώντας τους ανθρώπους να πιαστούν, να αγκαλιαστούν, να χορέψουν. Εμείς και η Σπυριδούλα τρέχαμε σε τόσες πολλές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας.

Κουασιμόδος

Μετά την επιτυχία του Γιγανταιωρήματος -και αφού μας πήρε στη Σουηδία, ο Διονύσης με την Δόμνα Σαμίου, προσκεκλημένοι της σουηδικής τηλεόρασης -, μας προσέγγισε ένας bon viveur που είχε φράγκα, ονομαζόμενος Μπάστας. Είχε ένα μαγαζί στο Κολωνάκι, που πούλαγε φω μπιζού. Μας είπε λοιπόν ότι εκεί δίπλα, στην Τσακάλωφ, υπήρχε ένα youth hostel που θα μπορούσε να γίνει νυχτερινό μαγαζί και πέρα από τα μεροκάματα μας έδινε και ποσοστά στο τζίρο – όλα αυτά βέβαια στα λόγια. Θεοπάλαβος κι αυτός να θέλει ρεμπετάδικο στον πρώτο όροφο. Το μαγαζί του το σχεδιάσαμε εμείς. Μεταφέραμε τις εμπειρίες μας από την «γύρα» στις ταβέρνες, τα μπαράκια και τα μπουζουξίδικα. Πήραμε την ιδέα των μαρμάρινων τραπεζιών από το «Εναλλάξ», την μεγάλη μπάρα από το «Μαραμπού», τις γυναίκες σερβιτόρες από τον «Ιπποπόταμο», τα κρυμμένα πυκνωτικά μικρόφωνα από τον «Δασκαλάκη» για να μοιάζει φυσικός ο ήχος μας, αφήσαμε ένα μικρό χώρο για ατομικό χορό και πάει λέγοντας. Του φτιάξαμε το μαγαζί, από τους καταλόγους, τα καθίσματα, τι και πως θα σερβίρει και όταν το μορφοποιήσαμε, ο διαχειριστής του μας απείλησε ότι θα μας διώξει. Τελικά αποφασίσαμε να μην τα βροντήξουμε όλα και μείναμε. Από το καλοκαίρι έγιναν κάμποσες αλλαγές στη σύνθεση της Κομπανίας: ακορντεόν και τραγούδι ο Λάμπρος Καρελάς, δεύτερο μπουζούκι ο Θάνος Μπόμπορας, και κλαρίνο η Ελενίτσα Καλαντζοπούλου. Για το μαγαζί επειδή δεν είχαμε μπάσο, πήραμε τον Νίκο Οικονόμου στο πιάνο Μ’ αυτή τη σύνθεση πήγαμε στον Κουασιμόδο -έτσι ονομάστηκε το μαγαζί – και είχαμε τεράστια επιτυχία. Με έκραξε τότε η Σπυριδούλα με το τραγούδι Νάυλον ντέφια και ψόφια κέφια γιατί πήγαμε στο Κολωνάκι και «σπιτωθήκαμε» στον Κουασιμόδο Ακόμη και σήμερα ο γιός μου τ’ ακούει, γελάει και με πειράζει.

Φασούλι το φασούλι

Το καλοκαίρι του ΄81 κάναμε τη μεγάλη συναυλία στα νταμάρια του Βύρωνα, όπου μας προλόγισε ο Σαββόπουλος. Δεν είχε φτιαχτεί ακόμα το θέατρο, υπήρχαν μόνο 1000 θέσεις, ήρθαν όμως κοντα 2. 500. Εν τω μεταξύ μέσα ομάδα και κολεκτίβα αλλά προς τα έξω επαγγελματισμός και συνέπεια. Οι αποφάσεις ήταν ¨δημοκρατικές», παίρναμε όλοι τα ίδια χρήματα, αλλά είχαμε δημιουργήσει και ένα κοινό ταμείο. Αν ήμασταν π. χ. δέκα, βγάζαμε έντεκα μερίδια. Και με τα χρήματα του ταμείου αγοράζαμε μηχανήματα, είχαμε ήδη ιδιόκτητο ηχητικό εξοπλισμό: κονσόλα, καλώδια, μικρόφωνα, βάθη, προενισχύσεις κλπ. Είχαμε και μόνιμο ηχολήπτη, τον Παύλο Σαπουντζή, ο οποίος υπηρετούσε το όραμά μας και μας πρότεινε τα μηχανήματα που έπρεπε να αγοράσουμε. Ο ήχος μας ήταν «φυσικός» χρησιμοποιώντας ότι πιό σύγχρονο μηχάνημα κυκλοφορούσε τότε. Καμία σχέση με τον «εξηλεκτρισμό» της τρέχουσας τότε κατάστασης. Αφού όταν πήγαμε να παίξουμε στο Λυκαβηττό για το Ντέφι, μαζί με τον Μανώλη Αγγελόπουλο και την Ελένη Βιτάλη, φέραμε την δικιά μας κονσόλα, ρυθμίσαμε και την βγάλαμε. Όταν παίξαμε βάλαμε την κονσόλα μας και τα χάσανε όλοι που είχαμε αυτόν τον ήχο. Ήρθε και με ρώτησε ο Τάκης Σούκας πως το κάνατε αυτό;.

Την ίδια εποχή μας πλησίασε ο Παύλος Σιδηρόπουλος με μια κασέτα με τα Blues του Πρίγκηπα να τα κάνουμε παρέα αλλά δεν ήθελε η δισκογραφική μας.

Χατζιδάκις – Κέρκυρα

Το Σεπτέμβριο του ’81, ο Χατζιδάκις είχε προαναγγείλει τους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού στην Κέρκυρα. Είχε μάλιστα κλείσει τον Τσιτσάνη για να κάνει μια έκτακτη εμφάνιση σαν μουσικό διάλειμμα. Όμως, δύο βδομάδες πριν τους Αγώνες κάτι χάλασε. Με πήρε λοιπόν ο Σαββόπουλος και μου λέει : «θέλω να έρθετε σπίτι και να κάνετε μια μικρή συναυλία για ένα άτομο». Όντως, πήγαμε στο σπίτι του Διονύση στο Παλαιό Ψυχικό. Είχε στολίσει τον κήπο με πολύχρωμα γλομπάκια, ήταν ένα τραπέζι στρωμένο απέναντί μας. Ένας φωτεινός Δείπνος, και εμείς αρχίσαμε να παίζουμε. Η έκπληξη λειτούργησε κι ο Χατζιδάκις, μας πρότεινε να εμφανιστούμε στο μουσικό διάλειμμα των Αγώνων της Κέρκυρας. Μεταδόθηκε ζωντανά από την κρατική τηλεόραση, και είχε τρομακτική απήχηση.

Ειρήσθω εν παρόδω. Με πλησίασε ο Μάτσας στο αεροδρόμιο της Κέρκυρας και μου λέει – Τι κάνετε δισκογραφικά; -Μιλάμε με την Λύρα του λέω. -Να μιλάτε μου απαντάει. Και σε ένα μήνα και κάτι κυκλοφόρησε δίσκο με το ρεπερτόριο που παίξαμε στην Κέρκυρα με την Αθηναϊκή. Οι προσκλήσεις του Χατζιδάκι συνεχίστηκαν στο Μουσικό Αύγουστο στο Ηράκλειο. Η φιλία που δημιουργήθηκε με τον Πάνο Κατσιμίχα στους Αγώνες της Κέρκυρας έγινε αφορμή για ανίχνευση συνεργασίας. Η πρώτη πρόβα για το «Μια βραδιά στο Λούκι» έγινε στην Κυψέλη. Η συνεργασία δεν ευοδώθηκε.

Οι ηχογραφήσεις

Παρόλο που η πρώτη δισκογραφική εμφάνιση της Κομπανίας ήταν στο δίσκο του Βαγγέλη Γερμανού «Μπαράκια» διασκευάζοντας τον Απόκληρο σε ρεμπέτικο ύφος.

Αρνηθήκαμε πεισματικά να μπούμε στο στούντιο και να ηχογραφήσουμε παλιά τραγούδια. Εμείς θέλαμε να αποτυπωθεί η σχέση μας με το κοινό. Αντιστρέψαμε την υφιστάμενη κατάσταση του όρθιου τραγουδιστή και το στυλάκι «δοξάστε με» και σαν ομάδα ζηλωτών, καθίσαμε στο πάλκο και υπηρετήσαμε το ελληνικό γλέντι πιστεύοντας ότι αυτό είναι ψυχωφελές και ιαματικό. Ακριβώς όπως συνέβαινε χρόνια στις μικρές ελληνικές κοινότητες. Αυτό θέλαμε να καταγραφεί. Στο πρώτο δίσκο που είναι παραγωγή του Σαββόπουλου υπάρχουν αποσπάσματα από συμβολικούς θα έλεγα χώρους. Στης Ξανθής, στο Αιγινήτειο και στο Αρματαγωγό Κως. Ηχολήπτης ήταν ο Αντώνης Καφετζόπουλος. Μεγάλη απερισκεψία που δεν εκδώσαμε τότε την ηχογράφηση της Κέρκυρας που την ανακάλυψα πρόσφατα και σε εξαιρετική κατάσταση. Η καταγραφή της «ζωντανής δράσης» συνεχίστηκε και στο δεύτερο δίσκο «Μια νύχτα με την Οπισθοδρομική». Η ευκαιρία να δοκιμάσω τις δυνατότητες του στούντιο μου δίνεται όταν ο Πατσιφάς μου ζητά να του κάνω δίσκους και συμφωνούμε πρώτος να είναι ένα πορτραίτο της Ελευθερίας. Αν ο Κουασιμόδος λοιπόν ήταν η έκπληξη της Κομπανίας, το Άλσος ήταν η έκπληξη της Ελευθερίας που με κάνει να στηριχθώ στις ερμηνείες της και στο δοκιμασμένο με την κομπανία. ρεπερτόριο της

Η στουντιακή ηχογράφηση μου δίνει όμως την δυνατότητα για ευρύτερη μουσική συνεργασία και πιό εξωτικά μουσικά τοπία. Έτσι αναβαθμίζεται ο ήχος της ομάδας με τις συμπράξεις του Ross Dally, του Γιώργου Μαγκλάρα, του Φίλιππα Τσεμπερούλη κ. ά.

Στο Άλσος

Με τούτα και με κείνα, η μπάντα πλέον από Κομπανία αρχίζει και γίνεται Ορχήστρα. Πράγμα που σημαίνει ότι χρειαζόμαστε και άλλα όργανα που μέχρι τότε δεν είχαμε, π. χ. μπάσο ή βιολί. Το χειμώνα του ’82 – 83 λοιπόν, μας προτάθηκε να πάμε στο Άλσος, που διαχειριζόταν ο Γιώργος Οικονομίδης, ο παλιός κονφερανσιέ. Ο οποίος το λειτουργούσε το μεσημέρι ως φοιτητικό εστιατόριο και το βράδυ μας το έδωσε για νυχτερινό κέντρο. Ήταν σουρεαλιστικός ο συνδυασμός αυτός, αλλά και όλη η εποχή ήταν θεότρελη. Σ’ αυτό το μαγαζί έμελλε να καθίσουμε για τρεις συνεχόμενους χειμώνες. Την πρώτη χρονιά πήραμε στην ομάδα τον Θοδωρή Παπαδόπουλο, μεταγραφή από του Σαμπάνη, που ήταν «λίμπερο» μπουζουξής, τον Μανώλη Μεξαντωνάκη για δεύτερο μπουζούκι. Επιστρέφει ο Εξαρχάκος και ήρθαν δυο πολυμουσικοί, ο Δημήτρης Ψώνης (σαντούρι, κοντραμπάσο, μπαγλαμά, μπουζούκι, μαρίμπα) και ο πολυπράγμων Ανδρέας Τσεκούρας (ακορντεόν, πιάνο, κοντραμπάσο, μαρίμπα, φωνητικά) που είχε προϋπηρεσία στην Ρεμπέτικη και συνέβαλε στην αισθητική της ομάδας. Ακόμα, ο Ανδριώτης βιολιστής Βασίλης Γιαννίσης. Την επόμενη σεζόν εντάσεται ο Ανδρέας Φλωράκης μπάσο και σαν συνεργάτες ο Πάνος Γκέκας (πιάνο), η Ιωάννα Andrews (ούτι), ο Γιώργος Σακελλαρίου (τραγούδι – κιθάρα). Την δεύτερη χρονιά το ‘Αλσος σκηνογράφησε ο Αλέξης Κυριτσόπουλος, ο οποίος έκανε το χώρο να μοιάζει παραμυθένιος, λες και ζωντάνεψαν οι Χίλιες και μία νύχτες. Πρόσθεσα διάφορα θεατρικά στοιχεία, έκανα κινηματογραφική προβολή : την ώρα που παίζαμε τη Ζεχρά, προβαλλόταν ένα απόσπασμα από το Γιο του Σεΐχη, με τον Ροδόλφο Βαλεντίνο και την ώρα που κορύφωνε η Ελευθερία – Σου τ’ ορκίζομαι Ζεχρά – έπεφτε το φλογερό φιλί του Βαλεντίνο. Το άστρο της Ελευθερίας είχε αρχίσει να λάμπει στα μάτια των θαυμαστών της. Επίσης στον Ζωντανό Χωρισμό έβγαινα στο μπαλκόνι πάνω απ’ την Ελευθερία και της απαντούσα ραίνοντάς την με ροδοπέταλα. Ήταν παιχνίδια που δεν είχαν ξαναγίνει τότε και περάσαμε κι εμείς καλά κι ο κόσμος καλύτερα.

Το τέλος

Εν τω μεταξύ οι κομπανίες έγιναν «μόδα». Είχαμε ήδη αρχίσει να συζητάμε ότι η Κομπανία πρέπει να περάσει σε ένα πιο δημιουργικό επίπεδο. Δηλαδή εφόσον έχει επηρεάσει τόσο πολύ τα πράγματα, πρέπει να βγάλει και το δικό της υλικό. Εκεί ήταν που άρχισαν και οι μεγάλες εντάσεις, οι γκρίνιες και οι προστριβές. Η μετάβαση από εκτελεστές -ερμηνευτές σε δημιουργούς προκαλεί ένα χάος. Είχαν δημιουργηθεί επίσης ένα σωρό πρακτικά προβλήματα: υπήρχαν άνθρωποι που έτρεχαν απ’ το πρωί ως το βράδυ για την Κομπανία και άλλοι οι οποίοι απλώς ερχόντουσαν το βράδυ, παίζανε και φεύγανε. Η εσωτερική διάρθρωση της ομάδας ζητά αλλαγές. Ακόμα, η εξειδίκευση είχε οδηγήσει τα πράγματα να μην είναι ούτε αυθόρμητα και ούτε «συμβουλιακά» όπως παλιότερα. Μοιραία οι σχέσεις και οι ισορροπίες κλονίστηκαν. Ας πούμε λοιπόν απλά ότι ενηλικιωθήκαμε με διαφορετικό τρόπο ο καθένας και ότι από το 1985, λίγο καιρό μετά την κυκλοφορία του τρίτου μας δίσκου, η Οπισθοδρομική Κομπανία έπαψε να υφίσταται.

Μετά από 650 και πάνω εμφανίσεις σε Αθήνα, Κύπρο, Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Στοκχόλμη, πρωτεύουσες, επαρχίες και χωριά, χωρίσαμε ένα δειλινό που λέει και το τραγούδι…