Δεν μιμούταν τους παλιούς. Κουβαλούσε το φορτίο τους. Ήταν ο χαμένος κρίκος του χθες με το τώρα

Μπάμπης Γκολές – 7 χρόνια από τον θάνατό του: Η διαδρομή του από την Πάτρα στην Αθήνα, η ρεμπέτικη φωνή του και τα λαϊκά τραγούδια του.

Την Καθαρά Δευτέρα του 1982 με παρασύρει ο Λάμπρος Καρελάς, που τότε ήταν «Οπισθοδρομικός» και κατεβαίνουμε στην Πάτρα για να δω «ιδίοις όμμασι» ένα σπάνιο φαινόμενο. Μια μουσική ύπαρξη που δεν του φτάνουν τα λόγια για να μου την περιγράψει. Το κέντρο λέγεται «Χάραμα» και είναι των αδελφών Οικονόμου. Ένα υπόγειο διακοσοπενηντάρι στην Οβρυά. Στο πάλκο ο Δεληκούρας, ο Παπαγεωργίου, ο Μανωλάκος που παίζουν ρεπερτόριο του «Τζούκμποξ» του 1960. Λαϊκά, σχεδόν «παρεξηγήσιμα». Αυτή η φοιτητοπαρέα θα διευρυνθεί αργότερα και θα γίνουν «Τα παιδιά από την Πάτρα». Ο ήχος είναι επαρχιακά εξηλεκτρισμένος. Κυριαρχεί το νεοδημοτικό μπασοκίθαρο του Δεληκούρα. Μπουζούκια με μαγνήτες. Οι θαμώνες είναι φοιτητές κατά βάση, που χορεύουν με το παραμικρό. Η μέση ηλικία είναι 25 χρόνων. Το πράγμα σαλεύει. Βλέπεις και κάτι παρέες «λαϊκές», σαν σιωπηλή μειοψηφία. Πιο πονεμένοι. Πιο «νυχτόβιοι». Πιο σιωπηλοί. Δεν καταλαβαίνω τη συνύπαρξη. Και συμβαίνει η αποκάλυψη. Βγαίνει ένας εύσωμος με το μπουζούκι του και μας πάει αλλού. Είναι ο Μπάμπης Γκολές. Ένα προπολεμικό, ρεμπέτικο ρεπερτόριο, άγνωστο. Και τους φτιάχνει με «άγνωστα τραγούδια». Η φωνή του και η σχολή που τραγουδάει είναι Νταλγκάς, Σκαρβέλης, Τούντας. Δεν λέει ούτε ένα Τσιτσάνη. Μου αρέσει η σέχτα του. Οι ηχητικές συνθήκες είναι άθλιες για αυτό το ρεπερτόριο. Αλλά ο τύπος δεν καταλαβαίνει τίποτα. Κάνει ένα ανορθόδοξα προσωπικό πρόγραμμα και κυριαρχεί. Όταν παίζει κάτι γρήγορα χασάπικα κι ανεβαίνουν οι λαϊκοί και χορεύουν ιδιόρρυθμα σαν αργό χασαποσέρβικο, λες εδώ κάτι συμβαίνει. Είναι το παλιό πατρινό Ταμπαχανιώτικο χασάπικο. Είναι ο τοπικός τους ήρωας που τους χορεύει ακόμα.

Από το αρχείο του Ιωάννη Βαγενά

Δεν μιμείται τους παλιούς. Κουβαλάει το φορτίο τους. Είναι ο χαμένος κρίκος του χθες με το τώρα. Για το 1982 μιλάω. Μιλάμε μετά και είναι σαν μικρό παιδί που κρύβει τα παιχνίδια του. Δεν μοιράζεται πληροφορίες. Δεν λέει κουβέντα. Είναι καχύποπτος. Θέλω να τον αγκαλιάσω. Το κάνω με λόγια. Μου λέει για τη ματιά του.

Αγαπάει το προπολεμικό αστικό τραγούδι. Αγαπάει την οικογένειά του. Ο πατέρας του ήταν μερακλής και άκουγε δίσκους γραμμοφώνου 78 στροφών αυτός και οι φίλοι του. Έτσι κόλλησε. Τους τιμάει με τον τρόπο του. Μαζεύει δίσκους. Είναι συλλέκτης. Ξεκίνησε με κιθάρα και μετά έπιασε το ούτι. Το μπουζούκι ήρθε μετά. Δεν αισθάνεται καλά. Μου είπε πολλά. Λέμε καληνύχτα.

Σε δύο μήνες ξαναβρίσκομαι στην Πάτρα αναπάντεχα, ξέμπαρκος, ανέστιος και πένης. Το μόνο πατρινό τηλέφωνο που έχω είναι του Μπάμπη. Έρχεται και με συνδράμει. Κανένας Αθηναίος δεν με πίστεψε όπου το είπα.

Το 1982 ο Λευτέρης Χαψιάδης, ο στιχουργός, δίνει μια κασέτα του Γκολέ στον Θοδωρή Σαραντή στην Columbia. Ο Σαραντής τη δίνει στον Δημήτρη Αρβανίτη που είναι art director, που τη δίνει στον Πετσίλα που είναι ο διευθύνων και του φαίνεται ενδιαφέρουσα. Λέει στον Αρβανίτη «κάν’ το, αφού έχει άνοδο το ρεμπέτικο». Τον βάζει ο Δημήτρης για πρώτη φορά σε στούντιο και ο Μπάμπης τους δίνει μια δισκάρα. Την ονομάζουν «Τσάρκα στα παλιά». Βάζει ο Αρβανίτης μια φωτογραφία παλιά του πατέρα του από ένα ταβερνάκι με τους φίλους του για εξώφυλλο. Κι έχει μέσα «Γυφτοπούλα», «Πού να βρω γυναίκα να σου μοιάζει», «Καϊξής», «Αμαρτωλή».

Ο Μπάμπης μας ξαφνιάζει όλους. Την επόμενη χρονιά δισκογραφεί τα «Δαχτυλίδια» και το «Μαρόκο». Τα τραγούδια που λέει θα γίνουν πανελλαδικές επιτυχίες εκ των υστέρων από άλλους. Έχει άλλη νοοτροπία. Είναι ένα ζωντανό παρελθόν πριν την εποχή του.

Έρχεται στην Αθήνα. Όπου παίζει, πάω. Είναι άφτερ. Πάντα με εκπλήσσει με άγνωστα ωραία τραγούδια. Με προκαλεί. Έχει ένα θησαυρό στο μυαλό του και βγάζει σαν ταχυδακτυλουργός τα διαμάντια όποτε θέλει για να σε τυφλώσει. Έχει προσωπική και ιδιαίτερη σχέση με τους θαμώνες. Παρατάει το όργανο και κατεβαίνει στην πίστα και χορεύει με ιδιαίτερη χάρη κι ευλυγισία. Βαριέται αφόρητα το κοινό του Σαββάτου. Ασφυκτιά στην Αθήνα. Χαίρεται όταν έρχονται Πατρινοί και χορεύουν ή όταν θα ανέβει στην πίστα καμιά αιθέρια ύπαρξη. Το σκάει με την πρώτη ευκαιρία και γυρνάει στην Πάτρα. Είναι οπαδός της Παναχαϊκής. Οι παλιοί του φίλοι τον λένε «κεφάλα» γιατί γίνεται ξεροκέφαλος άμα «στραβώσει». Στο πάλκο βάζει τους μουσικούς του σε διαρκή δοκιμασία, σαν τον σπασίκλα στο σχολείο που σε δοκιμάζει. Ξεκινάει άγνωστο τραγούδι χωρίς πρόβα και περιμένει να διπλώσουν οι άλλοι την εισαγωγή. Στα ωδεία αυτό το λένε ντικτέ. Το πάλκο του είναι σε μια αέναη εγρήγορση. Την πληρώνει συνήθως ή το ακορντεόν ή το βιολί.

Από το αρχείο του Ιωάννη Βαγενά

Το 1990 πάει στο Ταξίμι στα Εξάρχεια κι έρχονται με τον μαγαζάτορα, Γιώργο Μπουτάτη, και με βρίσκουν. Θέλουν να βγάλουμε δίσκο στη Λύρα. Τον έχουν έτοιμο. Φροντίζω τα της κυκλοφορίας. Συνεχίζουμε τη συνεργασία στο ίδιο μοτίβο το 1992 με το «Δέκα το καλό». Έχει αποκτήσει μια οικειότητα. Τον ψήνω να κάνουμε κάτι ιδιαίτερο. Έχει δηλώσει ότι δεν θα του πει ποτέ εταιρεία τι να κάνει. Επιμένω. Του πατάω τον κάλο. Ένα αφιέρωμα στον Σταύρο Τζουανάκο. Έχω προσωπική επαφή με τον Tom, τον γιο του Τζουανάκου. Λιώνει. Μου λέει ιστορίες για τον πατέρα του. Τις παρέες με τον Στράτο Παγιουμτζή, με τον Παπαϊωάννου, τον Τσαουσάκη. Πόσο αγαπούσανε οι Πατρινοί τον Τζουανάκο.

Η Ιωάννα Τζουανάκου, η κόρη του Σταύρου, δεν τον γνωρίζει αλλά μου έχει εμπιστοσύνη. Μου δίνει τρία ανέκδοτα στιχάκια του πατέρα της. Τα μελοποιεί ο Μπάμπης που πετάει στα σύννεφα. Κανονίζουμε την ορχήστρα. Μουσικοί που παίζουν μαζί του: ο Τσεκούρας, ο Ζευγόλης, ο Φραγκούς, ο Σοφράς. Παίζω τα χρειαζούμενα κρουστά. Αλλά καλούμε και τον βετεράνο του ακορντεόν, Κώστα Σταματάκη. Έρχεται γκεστ ο βιρτουόζος μπουζουξής «Σπόρος» Σταματίου που έπαιζε με τον Τζουανάκο στην Αμερική. Καλώ και την Χριστιάνα σε δύο τραγούδια.

Από αριστερά: Άλκης Μαύρος, Κώστας Παπαδόπουλος, Γιάννης Ζερβίδης, Μπάμπης Γκολές, Μαρία Κατινάρη, Βασίλης Γιαννίσης, Τάσος Νικολής

Την πρώτη μέρα της ηχογράφησης έρχεται ο Μπάμπης με ένα παλιομπούζουκο που τρίζει από παντού. Προσπαθεί ο παλαίμαχος ηχολήπτης Γιάννης Παπαϊωάννου αλλά δεν φτιάχνεται ούτε με κολλητικές ταινίες, ούτε με τίποτα γιατί τρίζουν και τα τάστα. Το καλό του το είχε αφήσει στην Πάτρα. Χαλάει η ηχογράφηση. Μου υπόσχεται πως θα φέρει άλλο. Τον φοβάμαι και φέρνω το τρίχορδο του Γιώργου Ψώνη, ένα όργανο αστέρι. Όλα κύλησαν σαν το νερό στ’ αυλάκι. Διπλό βινύλιο, μονό cd. «Το παλιό μεράκι». Ένα αφιέρωμα στον Σταύρο Τζουανάκο.

Κάναμε και μια παρουσίαση στο Ντουζένι με τη Χριστιάνα, τον «Σπόρο», τη Μαρία Κατινάρη, με τους μουσικούς του και τον νεαρό Κότσιρα να παίζει μπαγλαμά.

Ο Μπάμπης ήταν για χρόνια ο ζωντανός σύνδεσμος με την πηγή του ρεμπέτικου.

Είναι επτά χρόνια που μας λείπει. Έφυγε στις 11 Ιανουαρίου 2015.

Στον αποχαιρετισμό του, πλήθος μουσικοί έπαιξαν τα τραγούδια που μας έμαθε.

 

Το άρθρο δημοσιεύθηκε επίσης στην Athens Voice.