Δεν πρόκειται απλώς για καλό μπουζουξή, αλλά για έναν ανοιχτόμυαλο και εξαιρετικό Μουσικό. Το Μ κεφαλαίο
Ιορδάνης Τσομίδης: O δίσκος «Ζωντανές ηχογραφήσεις» και η συναυλιακή σύμπραξη στις Βρυξέλλες.
Στα πρώτα βήματα του 1980 συνδεθήκαμε φιλικά με τον Θοδωρή Παπαδόπουλο. Τότε ήταν ένας από τους 12 αποστόλους του «φιλόσοφου» Γιώργου Μανιάτη και της ομάδας «Όργανον». Μια «οργάνωση» που με τα τρίχορδα και την αρχαία ελληνική σκέψη θα φώτιζαν τον κόσμο. Ο Θοδωρής όμως είχε και άλλες καβάντζες. Με καλεί να πάω στο Δασκαλειό όπου θα έπαιζε με τον «θρύλο» Ιορδάνη Τσομίδη που είχε έρθει από την Αμερική.
Η φωτογραφία είναι από το αρχείο του Νίκου Σαραγούδα. Τον ευχαριστούμε για την παραχώρηση
Παρένθεση. Λίγο πριν και λίγο μετά το 1960, πολλοί από τους καλύτερους μπουζουξήδες φεύγουν για την Αμερική. Ο Χιώτης πηγαινοέρχεται. Μπέμπης, Σπόρος, Τατασόπουλος, Καπλάνης, Τσιμπίδης, Ποτοσίδης, Στεργίου, Μακρυδάκης, Αθανασίου και ο Τσομίδης θα κολλήσουν τουλάχιστον για δύο δεκαετίες. Νέα Γη. Νέες και πολλές ελπίδες. Θα παίξουν σε καθαρόαιμα ελληνικά κέντρα αλλά και σε μεικτά. Θα συναντηθούν με Αρμένιους, με Τούρκους, αλλά και με Αμερικάνους και Λατίνους. Άλλοι θα βγάλουν λεφτά, οι περισσότεροι θα τα φάνε στη νέα ζωή. Το 1980 αρχίζει η επιστροφή τους, μιας και εκεί το τοπίο άλλαξε όπως κι εδώ. Χαμένοι ανάμεσα σε δύο πατρίδες. «Απροσάρμοστοι». Φέρνουν ωραία ρούχα. Φέρνουν φωτογραφίες από τα μεγαλεία που ζήσανε. Φωτογραφίες που δεν εξαργυρώνονται. Φέρνουν ασπιρίνες αμερικάνικες. Φέρνουν και ηχογραφήσεις.
Ακούμε τη σύμπραξη του Phil Woods με τον Τσομίδη και καταλαβαίνουμε ότι δεν πρόκειται απλώς για καλό μπουζουξή αλλά για έναν ανοιχτόμυαλο και εξαιρετικό Μουσικό. Το Μ κεφαλαίο. Έχει κάνει φίλους τον «τρελάρα» Jack Nicholson, τη «μεταφυσική» Shirley Maclain και την δυναμική Jane Fonda.
Κλείνει η παρένθεση και γυρνάμε στο ταπεινό Δασκαλειό, στην Κερατέα. Η βραδιά εξελίσσεται σε Ταβέρνα και ο Ιορδάνης παίζει με Fender ενισχυτή. Το κοινό είναι Αρβανίτες. Γλεντζέδες. Χαρτουροκατάσταση. Αυτός είναι ο μάγος σε αυτό το πανηγύρι. Έχει το χάρισμα και τους κάνει να «καταθέτουν». Τους ψυχολογεί και τους οδηγεί «εκτός ορίων». Αφαίμαξη κανονική. Ο Θοδωρής έχει πάθει ταραχή με τα τόσα «χαρτιά». Απλώνει χέρι να τα τακτοποιήσει. Ο Ιορδάνης με το μανίκι του μπουζουκιού τον αποτρέπει και με τη σπηλαιώδη φωνή του. «Άστα κάτω! Ποτέ δεν το κάνουμε αυτό, έστω κι αν είναι ένας πελάτης μέσα!» Μαθήματα επαγγελματικής ηθικής.
Τα υπαρξιακά «ανεβοκατεβάσματα» που σου δημιουργεί με το παίξιμό του προσπαθείς να τα γεμίσεις με ό,τι βρεις μπροστά σου. Προσπαθώ να είμαι ψύχραιμος γιατί καθόμαστε στο ίδιο τραπέζι με τον Λοΐζο. Δυο παρατηρητές. Σε ένα διάλειμμά του ο Τσομίδης έρχεται στο τραπέζι και συστηνόμαστε. «Λέγε με Τζόρνταν» μου λέει. Ο Θοδωρής αγοράζει ένα παπί με το μερτικό του από τη χαρτούρα της βραδιάς.
Τη δεύτερη φορά που θα με παρασύρει πάλι ο Θοδωρής είναι στα τέλη του καλοκαιριού. Ο Ιορδάνης θα έπαιζε σε μια ταβέρνα στην Καλλιθέα. Είναι γύρω του ένα φαν κλαμπ. Τον έχουν βαφτίσει «ο Δάσκαλος». Περιμένουν να παίξει. Δεν παίζει. Πίνει. Το μπουζούκι το δοκιμάζουν όλοι. Αυτός είναι αδιάφορος. Ο Θοδωρής κι ο Ιορδάνης είναι ντυμένοι σαν μοντέλα. Όταν το όργανο το πιάνει ο Θοδωρής, τον σταματάει. «Το κούρδισμά σου θα το προσέχεις περισσότερο από ντύσιμό σου». Μαθήματα αισθητικής δεοντολογίας. Το μαγαζί κλείνει. «Να πάμε κάπου αλλού. Ο “Δάσκαλος” θέλει να παίξει». Λέει το φαν κλαμπ. Προσφέρω το σπίτι μου στην Κυψέλη. Ο συγκάτοικός μου είναι εξοικειωμένος με τις εκπλήξεις μου. Μαζευόμαστε στον τέταρτο όροφο. Πολυκατοικία παλιά, χωρίς ασανσέρ. Τους έχει βγει η γλώσσα έξω μέχρι να φτάσουν. «Ο Δάσκαλος» κάθεται στην πολυθρόνα που του έχω ετοιμάσει στο κέντρο. Πίνει μια γουλιά ουίσκι και κάνει τσακ το κεφαλάκι δεξιά και τον παίρνει ο ύπνος. Το φαν κλαμπ παθαίνει ψυχρολουσία αλλά έχει άποψη και ελπίδες για τη ζωή. «Να τον αφήσουμε να κοιμηθεί λίγο και μετά θα παίξει». Θυμήθηκα εκείνον τον ταβερνιάρη στο Μοσχάτο που είχε πει «Μου φέρνετε αυτόν τον Ιορδάνη την Τρίτη και φεύγει την Πέμπτη». Ανατρίχιασα. Πετάχτηκα και λέω «Παιδιά, πάρτε τον “Δάσκαλο” και προσοχή στα σκαλοπάτια». Τον βλέπω ψηλό. Αρχοντικό. Να τρεκλίζει με ένα μεθυσμένο χαμόγελο. Λέω «Λες εκεί στην Αμερική να έχει διαβάσει το “On the road”;»
Και την επόμενη χρονιά παραμένει γυρολόγος. Φτιάχνει μέσα στην απροσδιοριστία του ένα σχήμα. Κώστας Διαβάτης, Βάσω Αλλαγιάννη, Κατερίνα Ξηρού. Ο Διαβάτης παίζει με μια κλασική «κιθάρα Παναγή». Τον βάζει να του παίξει Μπαχ για να τον πάρει στην ομάδα. Τον συναντούν σε στέκια με βαριά ποτά οι «Σαμουράι» του μπουζουκιού. Παίζουν «πριβέ» και αργά και κάποιες στιγμές αναβιώνει εκείνος ο οίστρος του «δαιμόνιου παίκτη». Παίζουν σε ταβέρνες και τους μισανοίγεται μια πόρτα να πάνε στην Ολλανδία. Πιάνει σταθερή δουλειά στο Ταξίμι. Παίζει καλά μετά το τρίτο νεροπότηρο κονιάκ και τα χαλάει μετά το τέταρτο.
Είναι Φλεβάρης του 1984 και ο Οικονομάκης, που το πρωί μελετάει κλασική κιθάρα και το βράδυ τον συνοδεύει με το μπασοκίθαρο, τον πληροφορεί ότι θα έρθει να τους ακούσει ο διεθνούς φήμης αργεντινός κλασικός κιθαριστής Roberto Aussel μετά τη συναυλία του. Θα τον φέρει ο Νότης Μαυρουδής. «Στ’ αρχίδια μας» απαντάει επιδεικτικά αδιάφορα. Όταν έρχεται η παρέα του Αργεντινού, ο Ιορδάνης μεταστρέφεται και παίζει καταπληκτικά. Ο Aussel εντυπωσιάζεται, τον χειροκροτεί και λέει «Αυτός είναι ο Django Reinghardt του μπουζουκιού»! Έρχεται μήνυμα από την Ολλανδία. Η πόρτα ανοίγει για τα καλά και την κρατάνε οι σύνδεσμοί του. Ο Ucho Stroubams και η Ricky. Ολλανδοί φιλέλληνες, μιλάνε ελληνικά και αγαπάνε το ρεμπέτικο. Η Ricky παίζει τζουρά. O Ucho παίζει μπαγλαμά και τραγουδάει. Θα παίξει και θα βοηθήσει στις πρώτες συναυλίες. Μια ήπιων τόνων, πολυμήχανη Πόντια, η Άννα Ιωσηφίδου θα στήσει ένα καλλιτεχνικό γραφείο (Sfera) και θα τον αλωνίσει στην κεντρική Ευρώπη. Την επόμενη χρονιά ο Ιορδάνης μαρκάρει τον Δημήτρη Κουκουλιτάκη που παίζει φλαμέγκο στο Ραβάναστρο. Τον «εκπαιδεύει» σε ταβερνοεξορμήσεις και είναι έτοιμοι για μια περιοδεία στην Ευρώπη με την Ιωσηφίδου. Μαζί θα είναι κι ο Νίκος Νικολάκης. Άμστερνταμ, στο Paradiso και στην Ραδιοφωνία, Ουτρέχτη, Βρούχερ, Χρόνιγκεν. Σε όλες τις συναυλίες τούς βγάζει εκτός ωραρίου. Τους ξημερώνει. Παίζουν σε ένα τρακοσάρι θέατρο σε ποταμόπλοιο που είναι sold out, με το 85% του κοινού να είναι Ολλανδοί. Ο Ιορδάνης ποταμός τούς βαφτίζει στην έκσταση. Οι αντιδράσεις του κοινού γίνονται ακραίες σαν συναυλία πανκ. Τα σπάνε.
Όταν επιστρέφει στην Αθήνα, το 1992, πάει στον Γρηγόρη Φαληρέα δυο κασέτες και εκδίδουν «Τα μαθήματα αθανασίας». Το 1994 μου φέρνει τις ίδιες κασέτες στη Λύρα και επιλέγουμε τραγούδια για το βινύλιο και το cd «Ζωντανές Ηχογραφήσεις». Σε δυο χρόνια με βρίσκει η Ιωσηφίδου με μια φιλόδοξη πρόταση: Να επανεμφανισθεί η Οπισθοδρομική Κομπανία για τρεις συναυλίες με πολύ συγκεκριμένο ρεπερτόριο. Ρεμπέτικα της «Πειραιώτικης σχολής». Στις δυο θα παίξουμε μόνοι. Στο ιστορικό Paradiso, στο Άμστερνταμ, και άλλη μια προς τη Φιλανδία. Στην κορυφαία, στο Palais des Beaux-Arts στις Βρυξέλλες, θα συνεμφανιστούμε. Τσομίδης, Οπισθοδρομική, Νίκος Παπάζογλου. Τίτλος «Rebetika roots & fruits». Μια σκυταλοδρομία επί σκηνής.
Στο τρίγλωσσο πρόγραμμα υπάρχουν 17 τραγούδια με τη σειρά εκτέλεσης για την Κομπανία, 20 για τον Παπάζογλου και για τον Ιορδάνη ένα βιογραφικό. Έχει επιβληθεί ως «λίμπερο». Θα παίξει ό,τι του έρθει. Για τη συγκεκριμένη «εργολαβία» είμαστε οι «Οπισθοδρομικοί». Γιάννης Εμμανουηλίδης, Θοδωρής Παπαδόπουλος, Άγγελος Σφακιανάκης. Καλούμε τον Σωτήρη Γεραλή, το καλύτερο μπασοκίθαρο της εποχής, και την Αφεντούλα Ραζέλη που είναι φίλη, καλή τραγουδίστρια με ένα ιδιαίτερο παλιακό ηχόχρωμα. Για τον Ιορδάνη δεν υπάρχουν έξτρα μουσικοί. Θα τον συνοδεύσουμε ο Γεραλής με μπασοκίθαρο κι εγώ με τον μπαγλαμά. Απαξιώνει την πρόβα. Δεν λέει τι θα παίξει μπροστά σε δυο χιλιάδες άτομα. «Ό,τι κάτσει» μας λέει.
Κάνουμε πρόβα ήχου. Δεν ενδιαφέρεται. Εγώ νοιάζομαι να ακούει καλά. Είναι όλα ψηφιακά. Η γενική ηχοστάθμιση, ο εξαερισμός, η υγρασία της αίθουσας είναι όλα ελεγχόμενα ψηφιακά.
Έρχεται η ώρα της συναυλίας. Ευτυχώς που σε κάθε τραγούδι κάνει εισαγωγικό ταξίμι και εντοπίζουμε το τονικό κέντρο και τον δρόμο. Δεν χαίρεται. Διεκπεραιώνει. Δεν είναι δικό του το σόου. Βάζει το «Παραστράτησα για σένα» και μετά το τραγούδι βάζει ένα αυτοσχεδιασμό.
Έχει παράδοση στα μεγάλα ταξίμια. Ο μπουζουξής Γιάννης Μωραΐτης έχει άποψη για το γεγονός «Εκεί συνόδευε με το μπουζούκι του χορεύτριες». Ο ρυθμός είναι απλούστατος. Κι όμως μας τρελαίνει με τα παιχνίδια που κάνει. Νομίζουμε ότι χάθηκε. Μας παίζει και μας αδειάζει κανονικά. Είναι ένας αδικημένος πρίγκιπας. Θα μας τρικλοποδιάσει και θα μείνει μόνος. Για λίγο. Μικρό διάλειμμα και βγαίνει η Κομπανία. Από το πρώτο τραγούδι δεν βγαίνει η φωνή μου στις οκτάβες που κάνω στον Θοδωρή. Όταν τελειώνουμε στο διάλειμμα το λέω στον Νίκο. «Δηλαδή;» ρωτάει. «Δεν μπορούσα να κάνω την πάνω οκτάβα και δεν είμαι κρυωμένος». Ο Νίκος είναι γάτος και καταλαβαίνει το φαινόμενο. Η αίθουσα με τον digital κλιματισμό δεν έχει υγρασία. Παίρνει δέκα μπουκαλάκια νερό και βγαίνει. Σε κάθε φράση υγραίνει τον λαιμό του. Την έβγαλε καθαρή.
Στο τέλος, όλοι τρέχουν στον Παπάζογλου. Αυτόγραφα, δυο κουβέντες, ένα χαμόγελο. Ετοιμαζόμαστε. Κάπου θα πάμε όλοι μαζί. Ο Ιορδάνης δεν θα έρθει, θα πάει με τους δικούς του. Χαιρετιόμαστε. Εμείς την επομένη φεύγουμε για το Άμστερνταμ, παίζουμε στο Paradiso. Αυτός θα πάει στη Σουηδία, τον περιμένουν οι φίλοι του. Μένει μια πίκρα στα χέρια μας. Αυτό το μουσικό φαινόμενο είναι μια παλιά δύναμη. Θέλει ακόμα να παλέψει αλλά δεν βρίσκει αντιπάλους και τους φτιάχνει. Σε συνέντευξη στον Γεραμάνη θα πει «Θέλω να είμαι μόνος μου. Εγώ κι ο εαυτός μου και το μπουζούκι μου».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε επίσης στην Athens Voice.