Το ώριμο μπήκε στην αγκαλιά του νέου. Η σιγουριά της στο πάλκο ήταν για μας ικανοποίηση και ανταμοιβή. Η άνεση, η γενναιοδωρία της ένα ζωντανό μάθημα
Πώς η Πόλυ Πάνου τραγούδησε στο «Άλσος του Οικονομίδη» της Οπισθοδρομικής Κομπανίας και πώς ηχογράφησε τον δίσκο «Εδώ και τώρα» στη Λύρα.
Τη σεζόν 1982-1983 η Οπισθοδρομική Κομπανία είχε βρει το στέκι της. Το «Άλσος» στο Πεδίο του Άρεως. Το «Άλσος του Οικονομίδη» όπως το έλεγαν τότε. Με γκρίνιες και διστακτικότητα μάς το παραχώρησαν, αλλά η αθρόα προσέλευση των φίλων τούς έκανε να αλλάξουν γνώμη και να γίνουν οπαδοί της κομπανίας. Στόμα με στόμα είχε γίνει «στέκι». Την επόμενη χρονιά διέθεσαν και χρήματα να το διακοσμήσουμε. Το ανέλαβε ο φίλος και φαν Αλέξης Κυριτσόπουλος. Έφτιαξε ένα πολύχρωμο παραμύθι που μας έστρωνε το χαλί να «κάνουμε τρελίτσες». Ζήτησα από τον καλόκαρδο Κώστα Αρζόγλου και μου δάνεισε μια 16 mm κινηματογραφική μηχανή προβολής. Την είχαμε στην περιοδεία του «Αλή Ρέτζο» το καλοκαίρι του ‘75 που συμμετείχα στο «Ελεύθερο Θέατρο» σαν ηθοποιός. Βρήκα στη Στοά του Σινεμά, στα ρετάλια, τον «Γιο του Σεΐχη» με τον Ροδόλφο Βαλεντίνο. Και στην «Ζεχρά» έκανα προβολή στο ορχηστρικό μέρος. Όταν έπεφτε εκείνο το «βουβό φιλί» στην οθόνη, η Αρβανιτάκη συγχρονισμένα έλεγε «Σου τ’ ορκίζομαι Ζεχρά» και το κοινό ενθουσιαζόταν. Αναπαρήγαγαν το φιλί και πάει λέγοντας. Ένα βράδυ με πλησίασε στο σχόλασμα μια ενθουσιασμένη κοπέλα και μου εξομολογήθηκε πόσο ωραία πέρασε κι ότι θα ξαναερχόταν και θα έφερνε και τη φίλη της, την Πόλυ Πάνου. Στο σχόλασμα ακούς πολλά περίεργα και μερικά μυρίζουν αλκοόλ. Την ευχαρίστησα για τα καλά της λόγια, αλλά δεν την πίστεψα. Η Πόλυ ήταν από τις αγαπημένες μου τραγουδίστριες. Με είχε εντυπωσιάσει ότι ξεκίνησε 12 χρονών κορίτσι με την προτροπή του Μπιθικώτση κι έφτιαξε μια τραγουδιστική σχολή μόνη της.
Την εκτιμούσα γιατί δεν ανέχτηκε τις συνθήκες της δισκογραφίας και συγκρούστηκε με τη μεγάλη Columbia του Λαμπρόπουλου. Τσαμπουκάς. Τα τρία «μαύρα πρόβατα»: Καζαντζίδης, Γαβαλάς, Πόλυ Πάνου. Έφτιαξαν δικές τους εταιρείες. Τους πολέμησαν οι αντίπαλοι. Τους απομόνωσαν από τη ραδιοφωνική διαφήμιση και τους έκλεισαν. Σιωπηλοί ήρωες.
Την επόμενη εβδομάδα πάγωσε ο καιρός. Την Πέμπτη από το απόγευμα άρχισε να χιονίζει. Εκείνο το βράδυ δεν είχαμε τη γνωστή ασφυκτική πληρότητα στο Άλσος. Το χιόνι είχε κρατήσει πολύ κόσμο στο σπίτι του. Είχαμε αργήσει να ξεκινήσουμε περιμένοντας τα ηρωικά ρεζερβέ που ερχόντουσαν ξεπερνώντας τα προβλήματα της χιονόπτωσης. Το χαρούμενο πρόσωπο της κοπέλας πρόβαλε στην πόρτα του καμαρινιού.
«Έφερα την Πόλυ» μου είπε… Πριν συνειδητοποιήσω τι είπε, η καρδιά μου το αντελήφθη. Με έπιασε μια υπόγεια ταχυπαλμία. Ήταν η πρώτη από τους λαϊκούς τραγουδιστές που ήρθε να μας ακούσει. Είχαν έρθει ο Καλδάρας με τον Δερβενιώτη στην πρεμιέρα μας. Είχαν χαρεί που άκουγαν τα τραγούδια τους από άλλη γενιά. Αλλά λαϊκός τραγουδιστής κανένας. Αυτή η γλυκιά ταραχή απλώθηκε σε όλους μας και με αυτήν ανεβήκαμε στο πάλκο. Την είδαμε με την παρέα της, 3-4 γυναίκες, σε ένα από τα πρώτα τραπέζια. Το πρόγραμμα κυλούσε όπως έπρεπε και η Πόλυ συμμετείχε, στην αρχή χαλαρά και σιγά-σιγά πιο θερμά.
Ώσπου έφτασε η στιγμή να πούμε τον «Σκληρό χωρισμό». Ήταν μια ιδιαίτερη στιγμή στο πρόγραμμα της Κομπανίας. Είχα θεατροποιήσει το ντουέτο. Το είχαμε κάνει «ατραξιόν». Ανέβαινα στον εξώστη και μοιραζόμουν τον τραγουδιστικό διάλογο με την Ελευθερία, χωρίς μικρόφωνο ρίχνοντάς της ροδοπέταλα. Το τραγούδι το είχε πει πρώτη εκτέλεση η Καίτη Γκρέυ με τον Αντώνη Μουστάκα.
Κάτι διαισθάνθηκα και, πριν ανέβω στον εξώστη, συνεννοήθηκα με την κομπανία να έχουν τον νου τους, γιατί μπορεί να τραγουδούσε η Πόλυ. Πραγματικά ήδη από την εισαγωγή η Πόλυ τραγουδούσε τη μελωδία… Όταν ξεκίνησε το κουπλέ η Αρβανιτάκη έσβησε σιγά-σιγά το τραγούδισμά της και η κομπανία χαμήλωσε την ένταση των οργάνων έτσι που ακούστηκε η φωνή της Πόλυς Πάνου. Η ακουστική της στρογγυλής αίθουσας την ευνόησε. Το ένιωσε και γκάζωσε.
«Μου ‘πε πως σε είδε για μένα να κλαις…». Το κοινό κράτησε την ανάσα του. Όταν ήρθε το μέρος μου ήμουν στον εξώστη ακριβώς από πάνω της. «Μη νομίζεις πως κι εγώ σε ξεχνάω και δεν κλαίω για σένα» της απάντησα και την έρανα με ροδοπέταλα. Ένα θερμό χειροκρότημα ξέσπασε από το κοινό. Εκείνη είχε σηκώσει τα μάτια και με κοιτούσε χαμογελαστή. Η έκπληξη ήταν καλοδεχούμενη. Είπαμε το ρεφρέν αντικριστά. Όταν τελείωσε το τραγούδι, η Πόλυ Πάνου ήταν πλέον στην Οπισθοδρομική Κομπανία.
Το ώριμο μπήκε στην αγκαλιά του νέου. Ανέβηκε στο πάλκο και είπε το «Μες την πολλή σκοτούρα μου» με εκείνο το ιδιόρρυθμο ποστάρισμα της φωνής της κι εκείνο το άχρονα χρονισμένο φραζάρισμα στο τραγούδισμά της. Η σιγουριά της στο πάλκο ήταν για μας ικανοποίηση και ανταμοιβή. Η άνεση, η γενναιοδωρία της ένα ζωντανό μάθημα.
Σχόλασε το μαγαζί κι εμείς μείναμε κολλημένοι στο τραπέζι της. Έφυγε η παρέα της. Έφυγαν όλοι κι έμεινε μόνο ο νυχτοφύλακας να τριγυρίζει στην άδεια αίθουσα. Εκείνη καθάριζε φρούτα και μας τάιζε στο στόμα. Μας βρήκε το ξημέρωμα στο Άλσος.
Από εκείνο το βράδυ έγινε η μεγάλη μου φίλη για πάντα.
Το 1995 ήρθε στη Λύρα και κάναμε τον δίσκο «Εδώ και τώρα»
Δημοσιεύθηκε επίσης και στην Athens Voice