Η «Φανή» του Βασίλη Καζούλλη: Ο Άγγελος Σφακιανάκης θυμάται την ιστορία πίσω από τη δημιουργία του γνωστού τραγουδιού.
1986
Στη διαδικασία της ολοκλήρωσης του «Κοντραμπάντο» ένας φίλος του Σταμάτη τον παρακάλεσε να ακούσει κάτι τραγούδια που έγραψε ένας φίλος του. Ο Σπανουδάκης τους είπε, όπως συνομολογούν και οι δύο φίλοι, «Πρέπει να μιλήσετε με τον παραγωγό μου, τον Άγγελο Σφακιανάκη». Μου πρότεινε λοιπόν να πάμε ένα Σάββατο να ακούσουμε τον φίλο του φίλου του, που είχε γράψει τα ενδιαφέροντα τραγούδια. Ο φίλος του ήταν ο Ανδρέας Αργυρόπουλος, θεολόγος που έπαιζε και τύμπανα, και ο φίλος του φίλου, ο Βασίλης Καζούλλης που έπαιζε κιθάρα και έγραφε τα τραγούδια.
Πήγαμε στη Θεολογική και τους ακούσαμε. Είχαν ενδιαφέρον. Μου έδωσαν μια demo κασέτα και κλείσαμε ραντεβού να τα πούμε αναλυτικά. Ο Σταμάτης μάς έδωσε την ευχή του.
Από την κασέτα ξεχώριζε η «Φανή». Είχαν κέφια να κάνουν συγκρότημα, χρειάζονταν χρόνο για να μου τα παρουσιάσουν ολοκληρωμένα για ηχογράφηση. Χωρίσαμε για διακοπές και τον Αύγουστο έκανα ένα απρογραμμάτιστο πέρασμα από το προβάδικό τους. Πρόβες έκαναν στο κατηχητικό κάτω από το ναό του Αγίου Θωμά στο Γουδί. Υπόγειο ζεστό. Είχαν αφήσει όλες τις καλοκαιρινές μπίρες άδειες. Αν υπήρχε τότε αντιτρομοκρατική, σίγουρα θα τους παρεξηγούσε. Τους βάφτισα χιουμοριστικά «ο Billy και οι Διαυγέστατοι». Καλαμπουρίζαμε. Το αποτέλεσμα όμως δεν ήταν για ηχογράφηση. Ανανεώσαμε το ραντεβού για τον Σεπτέμβρη που είχαν ένα live. Αυτή τη φορά στο Πασαλιμάνι. Το αποτέλεσμα είχε βελτιωθεί ελάχιστα. Συμφωνήσαμε για τις ηχογραφήσεις να απευθυνθούμε σε επαγγελματίες.
Έπρεπε όμως πριν από όλα να πείσω τους γονείς του Βασίλη που τον σπούδασαν οικονομικά και θα τους το γύρναγε σε τραγουδοποιός. Το είχα ξανακάνει αυτό με την Ελευθερία Αρβανιτάκη κι έτσι είχα έτοιμα επιχειρήματα. Τους έπεισα.
Σκέφτηκα, αφού ο Γερμανός είχε εξηλεκτριστεί με το «Βραχυκύκλωμα», να δώσουμε την ενορχήστρωση στον Θανάση Μπίκο που είχε κάνει εξαιρετική κιθαριστική δουλειά στα «Μπαράκια» και να θυμίσουμε στον κόσμο αυτόν τον «χειροποίητο» ήχο. Όμως η Λύρα, που ήταν το φιλικό δισκογραφικό μαγαζί και μας είχε υποσχεθεί συνεργασία, άλλαξε πολιτική και έδινε ελάχιστα για το ηχογραφικό κομμάτι. Άλλαζε τότε ραγδαία το σκηνικό στην παραγωγική διαδικασία. Εισέβαλαν τα ηλεκτρονικά όργανα και οι αυτοματισμοί και έπεφτε το κόστος της παραγωγής. Συμφωνήσαμε με τον Θανάση να το κάνουμε μόνοι μας και μετά να το διαπραγματευτούμε. Χτύπησα την πόρτα στο Studio 111 που ήταν φίλοι και ήταν ηχολήπτης ο συνεργάτης από την κομπανία, ο Παύλος Σαπουντζής. Μας πιστώνανε. Ξεκινήσαμε με χαρά και κέφι. Για οικονομία συμφωνήσαμε να βάλουμε drum machine. Μας δάνεισε ο Σπανουδάκης το δικό του. Αντί να κάνουμε οικονομία, ξοδέψαμε άπειρες ώρες στον προγραμματισμό, άπειρες ώρες εγγραφής για άπειρες κιθάρες. Η πρώτη μου ανεξάρτητη παραγωγή ήταν ένα οικονομικό Βατερλό.
Ήρθε η ώρα της «Φανής». Βιωματικό το τραγούδι. Το πρόσωπο υπαρκτό, αλλά δεν την έλεγαν Φανή. Ο Θανάσης πείραξε την εισαγωγή του Βασίλη και της έδωσε το hook! Έπαιξε ο Γιάννης Χατζής τύμπανα πάνω στα προγραμματισμένα, αλλά το τραγούδι αγρίευε. Τα καταργήσαμε και ο Σαπουντζής πρότεινε ένα ντέφι. Ελαφρώσαμε τις πολλές κιθάρες που το βάραιναν τελικά. Ήρθε κι ο Μαγκλάρας και έκανε ένα φοβερό σόλο. Κάτι μου έλειπε και, όταν ήρθε η Σοφία Νοητή για δεύτερες φωνές, της είπα κι έκανε αυτό το νεραϊδένιο φωνητικό στα ρεφρέν.
Παρόλο που οι περισσότεροι μουσικοί πήραν κάτι συμβολικό, ο λογαριασμός είχε φτάσει στα ύψη. Άρχισε η γκρίνια και οι καυγάδες και ο δίσκος δεν είχε τελειώσει. Σταματήσαμε τις ηχογραφήσεις. Έκανα γύρα σε όλες τις εταιρίες μήπως και πάρω καμιά προκαταβολή. Έβαζα, θυμάμαι, υποσημειώσεις «ο παραγωγός της Αρβανιτάκη» ή «ο παραγωγός της Κομπανίας» στις κασέτες που άφηνα για τους υπεύθυνους. Δεν συγκινήθηκε κανείς. Δεν κατάλαβαν τίποτα.
Τα χρέη φώναζαν κι ο δίσκος έμενε στο συρτάρι. Ήμουν με την πλάτη στον τοίχο. Βρήκαμε μια επώδυνη λύση για μας, με τη Λύρα. Θα μας έδινε εκκαθαρίσεις κάθε 3 μήνες αλλά θα δέσμευε και τα πνευματικά δικαιώματα του δημιουργού. Ο Βασίλης, που ήταν κι αυτός σε αδιέξοδο, το δέχτηκε.
Έφτασε το καλοκαίρι. Του ζήτησα όταν επιστρέψουμε από τις διακοπές να τα ξανατραγουδήσει και να γράψει ακόμα ένα τραγούδι, το τελευταίο. Με βάραγε η «ζωδιακή» μου τελειομανία.
Μετά τις διακοπές ο Βασίλης, μαυρισμένος, τραγούδησε με μεγαλύτερη αισιοδοξία και έφερε απ’ το Αμοργιανό του καλοκαίρι «Το Τελευταίο». Ο Ανδρέας ήταν συνέχεια κοντά, φίλος και αδελφός με τους «5 Στοχασμούς περί υπάρξεως» του Μπερντιάγιεφ στο χέρι. Βρήκα τον παλιό συνεργάτη Κώστα Γουδή που φωτογράφισε τον Βασίλη κι έκανε ένα τολμηρό κι αναπάντεχο εξώφυλλο. Μία κασέτα έφτασε στα χέρια του Σαββόπουλου στα πλαίσια της εκπομπής «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι» και έτσι ο Βασίλης και η «Φανή» έκαναν το τηλεοπτικό τους ντεμπούτο πριν κυκλοφορήσουμε.
Επιτέλους κυκλοφορήσαμε τον Οκτώβρη του 1987!
Η «Φανή» αγαπήθηκε at first sight! Άρχισε να παίζεται παντού χωρίς να παρακαλέσουμε ή να πληρώσουμε κανέναν. Το τραγούδι είχε μια ταχύτατη διασπορά. Πέρασε από τα έντεχνα στα εμπορικά ραδιόφωνα σαν ανοιξιάτικο αεράκι.
Κάπου εκεί με κάλεσε ο Κυριάκος Μαραβέλιας και πήγα στη Λύρα παραγωγός. Η πρώτη δουλειά που ανέλαβα ήταν η «Μαραμένη μου γαρδένια» με τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο. Βουτιά στα βαθιά.
Εκεί στο studio Sierra σε ένα περιβάλλον «λαϊκό», λέει ο στιχουργός Ανδρέας Σπυρόπουλος στον βετεράνο μαέστρο Νάκη Πετρίδη: «Ρε μαέστρο, το άκουσες αυτό το τραγούδι “Ξέχνα, ρε Μπίλι, τη Φανή”»; Οι άνθρωποι δεν ήξεραν την εμπλοκή μου. «Ναι» απαντά ο Νάκης, «πολύ ωραίο! Θα το περάσω στο πρόγραμμα»! Εννοούσε ότι θα το περάσει στο πρόγραμμα στις «Αμπάρες»! Λαϊκό διασκεδαστήριο στην οδό Αχαρνών! «Μάγκα μου,» είπα μέσα μου «κάναμε hit»!
Υ.Γ. Πριν τις γιορτές κάτι δούλευα στο Studio Polysound και χτύπησε το τηλέφωνο. Εκείνα τα χρόνια οι πολυεθνικές έκαναν κάτι δίσκους που τραγουδούσαν φερέλπιδες τραγουδιστές που δεν είχαν γίνει γνωστοί, όλες τι επιτυχίες της χρονιάς non stop. Ήταν μουσικά χαλιά για διάφορα σαλόνια. Στο τηλέφωνο ήταν βετεράνος παραγωγός πολυεθνικής και, μιας και ο Βασίλης δεν ήταν στην ΑΕΠΙ, μου ζητούσε την άδεια να συμπεριλάβει τη «Φανή» στον δίσκο που ετοίμαζε. Μου άναψαν τα λαμπάκια! Θυμήθηκα όλες τις εξευτελιστικές αναμονές. Τις αναπάντητες κλήσεις. Την αδιαφορία και το τηλεφωνικό κρυφτούλι. Όχι, αγαπητέ, δεν σας το δίνω. Γιατί σας το έφερα και δεν το πήρατε χαμπάρι!
Άγγελος Σφακιανάκης
Χαλάνδρι 2020
Δείτε τη δημοσιευση και στην Athens Voice