Θυμάμαι άκουσα τη Δανάη να περιγράφει σε μια ραδιοφωνική εκπομπή, ένα επεισόδιο που της έτυχε. Είχε μπει για να ηχογραφήσει και της ζητήθηκε ευγενικά να παραχωρήσει τη θέση της σε μια έκτακτη περίπτωση. Δυο χωροφύλακες, εκπρόσωποι του νόμου, έφεραν σιδηροδέσμιο τον Μπάτη που κάτω απ το πανωφόρι του έκρυβε ένα μπαγλαμαδάκι. Τον έλυσαν. Ο Μπάτης ηχογράφησε δυο τραγούδια. Τον έδεσαν πάλι και τον επέστρεψαν στη φυλακή.
Η Δανάη ξαναπήρε τη σειρά της.
Εκείνα τα χρόνια οι ηχογραφήσεις γινόντουσαν σε ξενοδοχεία με αποτύπωση του ήχου απ’ ευθείας στο κερί, χωρίς μαγνητόφωνο. Με τον φωνόγραφο. Οι χοντρές κουρτίνες και τα χαλιά ήταν οι απαραίτητες μονώσεις. Μουσικοί και τραγουδιστές έπαιζαν ταυτόχρονα μπροστά σε ένα μικρόφωνο. Η ταχύτητα και ο συντονισμός καθοριζόταν από την ανάσα του τραγουδιστή. Το τραγούδι ανέπνεε μαζί με τον τραγουδιστή. Όλα μπορούσαν να γίνουν ένα.
Γρήγορα άρχισε να αλλάζει το τοπίο και δημιουργήθηκαν τα studios. Μεγάλοι χώροι, ψηλοτάβανοι με χαλαρές μονώσεις. Αργότερα ήρθαν τα μαγνητόφωνα. Μουσικοί και τραγουδιστές όπως παλιά, έπαιζαν ταυτόχρονα μπροστά σε ένα μικρόφωνο το τραγούδι που είχε δοκιμαστεί στο κέντρο. Με την στερεοφωνία οι μονώσεις γίνονται έντονες, σχεδόν αποστειρωτικές και επιβάλλεται η τεχνική του play back. Μαζί της ήρθε και ο μετρονόμος, μηχανή που ήρθε να αναπληρώσει τον αισθαντικό συντονισμό των μουσικών. Ο τραγουδιστής θα τραγουδήσει μετά. Η ομοψυχία του τραγουδιού εξοστρακίζεται. Η αποξένωση φοράει τα ρούχα του εκσυγχρονισμού.
Ο μετρονόμος θα ορίσει αυστηρά τα μέτρα και τα όρια στη διάρκεια ακόμα και στον αυτοσχεδιασμό. Μια νέα γενιά μουσικών προσαρμόζεται σ’ αυτές τις νέες συνθήκες αυστηρότητας και οι «απείθαρχοι» αν και εξαιρετικοί μουσικοί, αποβάλλονται από τον μετρονόμο. Το τραγούδι σπρώχνεται να εγκαταλείψει την βιοτεχνική του παραγωγή και να προσαρμοστεί στα βιομηχανικά πρότυπα. Μόνο συνθέτες και ορχήστρες με κλασσική παιδεία, μερικά rock συγκροτήματα και κάτι κομπανίες αντιδρούν στις νέες τεχνικές. Οι άλλοι τρέχουν να προλάβουν το μέλλον.
Η τεχνογνωσία έρχεται από το εξωτερικό και τη δεκαετία του 90 οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, τα sequencers και οι ρυθμομηχανές (drum machine) υπόσχονται να διευκολύνουν τις διαδικασίες αναλαμβάνοντας τον ρόλο του μετρονόμου και κάτι παραπάνω. Τα πάντα απλουστεύονται. Το κόστος της παραγωγής πέφτει γιατί μεγάλο μέρος της γίνεται ως επί το πλείστον κατ’ οίκον.
Οι συνθήκες βοηθούν πολλούς δημιουργούς μουσικούς να γίνουν συνθέτες. Αλλά οι περισσότερες εισαγωγές δεν έχουν την ιδιαιτερότητα και την φαντασία των προηγούμενων δεκαετιών είναι απλά το ρεφρέν του τραγουδιού. Η εικονική πραγματικότητα και τα «copy paste» κυριαρχούν.
Ο Έλληνας που συνήθως δύσκολα προσαρμόζεται, υπηρετεί πειθήνια σχεδόν σαν «his master’s voice» αυτή την «λαϊκή» βιομηχανική «ανάπτυξη». Αισθάνεται ικανοποιημένος σ’ αυτή την υποταγή, στο καθεστώς της ελευθερίας υπό το νόμο του μετρονόμου.
Το 1998 Ελληνικό επιτελείο ηχογραφεί στη Γαλλία στο Guillaume Tell studios, ελληνικά τραγούδια χρησιμοποιώντας εξαιρετικούς ξένους μουσικούς, μεταξύ αυτών και τον διεθνούς φήμης drummer Manu Katche. Του δίνουν την παρτιτούρα και συνηθισμένοι από το ελληνικό status του προτείνουν να παίξει με μετρονόμο.
Όταν βάζει τα ακουστικά του και ακούει το άτεγκτο «τσακ-τσακ» του μετρονόμου βγαίνει έξαλλος και τους λέει:
“Κύριοι όταν λέμε ότι θα παίξουμε μουσική με τον μετρονόμο εννοούμε ότι θα παίξουμε «τριγύρω» απ’ το μετρονόμο και όχι να υποταχθούμε στο μετρονόμο. Αν είναι έτσι τί με θέλετε εμένα; Βάλτε το μετρονόμο να παίξει.”