Μου τηλεφώνησε σε ανύποπτο χρόνο ο Βασίλης Σαλέας και με κάλεσε στη συναυλία των Chico & the Gipsies στο REX που θα συμμετείχε φιλικά. Κάπου είχα διαβάσει για τον Chico ότι ήταν βασικό στέλεχος των Gipsy Kings και αποχωρώντας είχε φτιάξει το δικό του συγκρότημα. Στη συναυλία δεν τον ξεχώρισα, μας σύστησε ο Σαλέας στα καμαρίνια.
Ο Chico Boutchikhi είναι ένας μικροκαμωμένος γοητευτικός και δαιμόνιος τσιγγάνος που χωρίς να κρατάει κάποιο σολιστικό ρόλο στο τραγούδι ,στη σύνθεση ή στην κιθάρα ήταν η καρδιά και το μυαλό των Gipsy Kings. Μπήκε στην μπάντα αφού παντρεύτηκε την κόρη του Πατέρα Reighe. Άλλαξε το “πατρικό” όνομα του συγκροτήματος από Reighes (Ρηγάδες ) σε Gipsy Kings (Βασιλιάδες) και με τις επιλογές του μετέτρεψε τη δεύτερη γενιά τους από ένα φολκλορικό συγκρότημα στο πιο διάσημο “Ethnik pop group”.
Άπλωσε το χέρι του και μου συστήθηκε σαν Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Mosaique Gitanes του πιο ισχυρού φεστιβάλ τσιγγάνικης μουσικής που γινόταν υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού της Γαλλίας και είχε την απόλυτη συμπαράσταση του ίδιου του Jaque Lang.
Στην κουβέντα εκδήλωσε ενδιαφέρον για την εγχώρια Τσιγγάνικη καλλιτεχνική έκφραση. Ο Σαλέας τον διαβεβαίωσε ότι ήμουν ο άνθρωπός του. Στην διάρκεια του χειμώνα ανταλλάξαμε επιστολές και ενημερωτικό υλικό και στα τέλη της Άνοιξης μου πρότεινε να συμμετέχει ο Βασίλης Σαλέας στην πανηγυρική συναυλία στο Mosaique Gitanes. Συμφωνήσαμε.
Άργησαν πολύ να στείλουν τα εισιτήρια και μέχρι τελευταία στιγμή προσπαθούσα να διεκπεραιώσω τα αδιεκπεραίωτα. Εν τέλει εγκαταλείψαμε μια ζεστη Αθήνα και προσγειωθήκαμε σε μια καυτή Μασσαλία. Η ατμόσφαιρα ήταν υγρή και η ζέστη σε παρέλυε. Δεν μας περίμενε κανείς. Μετά από αλεπάλληλα τηλεφωνήματα έμαθα ότι ο οδηγός που θα μας παραλάμβανε, θα αργούσε.
Μας έστησε μιάμιση ώρα.
Ο Σαλέας εκνευρίστηκε και κουμπώθηκε. Εγώ σκεφτόμουν αν αυτή ήταν η αρχή τι μας περιμένει μετά. Ξεκινήσαμε για την Arles. Όσο απομακρυνόμασταν από την Mασσαλία τόσο άλλαζε το τοπίο. Γη άγονη καμένη απ τον ήλιο. Ο οδηγός είχε εντολή να μας πάει στον Chico. Ο Σαλέας επέμενε να πάμε πρώτα στο ξενοδοχείο. Πήγανε να αρπαχτούν. Να δούμε πρώτα το ξενοδοχείο, διευκρίνησε. Τους είχε φοβηθεί το μάτι του!
Στα περίχωρα της Arles ο οδηγός βγήκε από την άσφαλτο και πήρε κάτι χωματόδρομους και πριν προλάβουμε να ρωτήσουμε μπήκε σε μια βίλα. Μπροστά στην “Ισπανική” μονοκατοικία απλώνονταν δυο στρέμματα με γκαζόν και στο βάθος άρχιζε ένα δασάκι με ευκάλυπτους και κυπαρίσσια. Δύο παλιά αμαξόσπιτα που κάποτε ήταν η πατρική στέγη του Chico είχαν γίνει η διακόσμηση του κήπου. Στην βεράντα ήταν καμιά τριανταριά άτομα.
Ο Chico ήρθε και μας αγκάλιασε. Άκουσε τα παράπονά μου με νηφαλιότητα Αιγυπτίου, σα να μην έτρεχε τίποτα. Ήρθε και η Nina Corti που έγινε γνωστή ως η χορεύτρια του Flamenco με το μπλου τζην με δυο-τρείς από τους “Gipsies” και αγκάλιασαν τον Σαλέα. Όλοι είναι Roma (Τσιγγάνοι); Τους ρώτησε με ενδιαφέρον. Ο Chico του έγνεψε καταφατικά και του παρουσίασε τους Andro Drom Ούγγρους Τσιγγάνους που θα έπαιζαν κι αυτοί το βράδυ.
Sokeres; (Τι κάνεις) είπε ο επικεφαλής. Latse (καλά) είπε ο Σαλέας. Εγώ που έπρεπε να κάνω τον διερμηνέα άρχισα να τον ρωτάω – τι λέτε, συνενοείστε; Ο Σαλέας δεν με άκουγε, χώθηκε με τον Chico μέσα στο σπίτι.
Κάθησα σε μια γωνιά και παρατηρούσα τους Ούγγρους που όλοι μαζί προσπαθούσαν να οπλίσουν μια videocamera. Mέσα απ το σπίτι ακουγόταν ένα πιάνο και μια φωνή τραγουδούσε το Let it be. Μια γιαγιά μου πρόσφερε πιάτο και πυρούνι και μου έδειξε ένα τεράστιο ταψί με paelia. Σε λίγο βγήκαν ο Chico με τους Gipsies και τη Nina Corti και φώναξε τους Ούγγρους. Μαζεύτηκαν στην ανατολική πλευρά της βεράντας σχηματίζοντας ένα κύκλο. Νόμιζα πως θα έπαιζαν κάτι για το κέφι τους κι όμως αυτή ήταν η πρόβα για την βραδυνή συναυλία. Οι Andro Drom είχαν μια κιθάρα, ένα μαντολίνο και για κρουστά έναν αλουμινένιο μαστραπά και μια μικρή ξύλινη σκάφη. Ανάμεσα στα όργανα κάθισαν και δυο γυναίκες. Το μαντολίνο ξεκίνησε μια ρούμπα και ακολούθησαν η κιθάρα και τα κρουστά. Ο πενηντάρης που έπαιζε την σκάφη χτυπούσε με την δεξιά γροθιά του την “μπότα” και με την αριστερή παλάμη έκανε ποικίλματα ενώ έβγαζε ρυθμικές κραυγές. Ήταν ο μόνος που εκδήλωνε κάποια χαρά. Την πρώτη φωνή την τραγουδούσε μια γυναίκα και στα ρεφρεν η άλλη έκανε την δεύτερη. Υψήσυχνες φωνές δουλεμένες στα χωράφια. Το τραγούδι ήταν εύθυμο αλλά τα πρόσωπα ήταν ανέκφραστα.
– Θυμήθηκες το τραγούδι; Με ρώτησε ο Βασίλης, σα να μου έδειχνε το Μεσολόγγι και να μου έλεγε εδώ γεννήθηκα.
– Κάπου το ξέρω αλλά δεν θυμάμαι…
– Το ZOUKARIE είναι μου λέει.
Το είχα ακούσει στην Αθήνα πριν χρόνια και το άκουγα στην Arles με μικρές παραλλαγές. ΖOUKARIE θα πει ομορφούλα. Η ομορφούλα είναι ίδια. Είτε στην Ελλάδα είτε στην Ουγγαρία είτε στην Γαλλία, για τους Τσιγγάνους είναι ZOUKARIE. O Chico ζητούσε να επαναληφθεί το τραγούδι και επενέβαινε στη δομή του. Το ZOUKARIE παίχτηκε και ξαναπαίχτηκε ,οι Ούγγροι πήραν φωτιά, οι κιθάρες των Gipsies βράχνιασαν,τα κρουστά σαν να σήκωσαν σκόνη και οι γυναίκες λες και ζητούσαν κάτι απ τον ουρανό.
-Δεν με νοιάζει πως θα παίξω το βράδυ μου είπε σιγανά ο Σαλέας, εμένα μου αρκεί αυτό και αρχισε να μου εξιστορεί πως γινόντουσαν τα γλέντια στο Μεσολόγγι όταν ήταν μικρός.
Εκεί που ανοιγοκλείναμε τις πόρτες της μνήμης τον φώναξε ο Chico. Αυτός αντέδρασε σα να ντρέπονταν. Προφασίστηκε πως το κλαρίνο ήταν ζεστό από τον ήλιο, πως ήταν ταλαιπωρημένος από το ταξίδι,αλλά ο Chico με μια ήρεμη επιμονή τον έπεισε. Το σχήμα άλλαξε και ο κύκλος αγκάλιασε τον Σαλέα και τον Boutchikhi.
– Ότι παίξαμε στο REX; Ρώτησε ο Σαλέας μόλις κούρδισε το κλαρίνο. Ναi, του έγνεψε ο Chico.
Όλοι συγκεντρώθηκαν στη βεράντα, μέχρι και κάτι γρηές που ήταν κρυμένες στην κουζίνα στάθηκαν στην μπαλκονόπορτα. Σιωπή. Τα μάτια όλων έμειναν καρφωμένα στο Βασίλη. Ο Σαλέας συγκεντρώθηκε λίγο, ανοιγόκλεισε τα κλειδιά του κλαρίνου και άρχισε μια αυτοσχεδιαστική εισαγωγή στα “Πετρινα Χρόνια”. Ο ήχος του κλαρίνου, η πνοή του Σαλέα χωρίς τη γυαλάδα των ηχογραφήσεων με μόνη συνοδεία τις συγκρατημένες ανάσες των ακροατών. Ο χρόνος άρχισε να διαστέλεται και οι μικρές στιγμές να μεγαλώνουν κι ενώ η κίνηση στο σπίτι συνεχίζονταν, όλα έμοιζαν ακίνητα. Ο Βασίλης Σαλέας που είχε στα χέρια του την πανάρχαιη τέχνη του γητευτή των ψυχών μας παρέσυρε στο δικό του παραμύθι. Όταν μπήκε στο κύριο μουσικό θέμα ένας βαθύς αναστεναγμός βγήκε απ τους παρισταμένους σα να έλυσε τα μάγια του και μας άφησε μα ζήσει ο καθείς προσωπικά την υπόλοιπη εμπειρία. Τον συνόδευαν τέσσερεις κιθαριστές και ο Manolo τραγούδησε στα Ισπανικά τα “Πέτρινα Χρόνια”.
Μόλις τελείωσε το τραγούδι ένας ενθουσιασμός απλώθηκε και τα μάτια του Boutchikhi έψαχναν την επιβράβευση της επιλογής του. Ζήτησε απ τον Βασίλη να προχωρήσει η πρόβα με τα άλλα κομάτια, ο Βασίλης αρνήθηκε, είπε αρκετά σαν να μην ήθελε να ανοίξει τα χαρτιά του. Αποσυρθήκαμε.
Το φεστιβάλ όταν ήταν ακμαίοι οι Gipsy Kings γινόταν σε μια αρένα 20. 000 θέσεων και κρατούσε 7 μέρες, με ταυρομαχίες παζάρια και ζωοπανήγυρη. Τώρα η συναυλία θα γινόταν σε ένα Ρωμαϊκό μαρμάρινο θέατρο 5000 θέσεων. Πρώτα έπαιξαν οι Gypsies, μετά χόρεψε μαζί τους η Nina Corti και μετά τραγούδησε η Ούγγρικη φαμίλια.
Βγήκε ο Σαλέας κουστουμαρισμένος. Άρχοντας. Άρχισε με τα “Πέτρινα Χρόνια” και το ακροατήριο τον αποθέωσε. Ύστερα έπαιξαν δυο ρούμπες και όπως ήταν απροβάριστος δεν του είχε επιβληθεί καμία “ενορχήστρωση” και κανένας κανόνας ,πήρε το παιχνίδι πάνω του και σαν γνήσιο καθαρόαιμο οδήγησε τον ρυθμό εκεί που ήθελε αυτός και βέβαια δεν τον προλάβαινε κανείς. Ο σολίστας των Gipsies αχρηστεύθηκε. Όλα τα μέρη τα πήρε ο Σαλέας. Μουσικοί και κοινό παγιδεύτηκαν στην ευστροφία του. Τους έκλεψε την παράσταση.
Στο πανηγυρικό φινάλε ξαναβγήκε και ανέβασε τους τόνους. Το κλαρίνο τους καλούσε όλους. Τσιγγάνοι και μη κατέβηκαμε παρασυρμένοι στην αρένα εκεί που δεν μας τρώνε πια τα θηρία αλλά τα πάθη.