Στην αρχή μαζευόμασταν σε κάτι πλυσταριά στις ταράτσες ή σε κάτι υπόγεια με όργανα σαράβαλα, δανεικά, με ενισχυτές αυτοσχέδιους με ιδιοκατασκευές για βάσεις με τετζερέδια για τύμπανα, με τις αλήθειες και με τα ψέματα για να κάνουμε «πρόβα». Πρόβα ήταν η φυγή. Ήταν η δήλωση ότι ανήκουμε αλλού. Ότι εμείς είμαστε αλλιώτικοι και μας αξίζουν καλύτερες μέρες.

Και τα υπόγεια γινόντουσαν σχεδίες και μας περνούσαν απέναντι σ’ ένα κόσμο απροσδιόριστο. Ένα κόσμο ελεύθερο γεμάτο προσδοκίες και όνειρα πεινασμένα. Ήταν μια ανομολόγητη προετοιμασία για να έρθει η στιγμή και να μας βρει «έτοιμους από καιρό». Κι εκεί πατώντας στα αρχέγονα τονικά διαστήματα σκαρφαλώναμε σ’αυτή την αόρατη ανεμόσκαλα, για να φτάσουμε, να ακουμπήσουμε το ωραίο. Να του πούμε με ευγένεια και με θράσος πάρε μας μαζί σου. Κατοίκισέ μας. Δικοί σου είμαστε. Ακούμε τις φωνές σου τα βράδια. Δεν μπορούμε να κοιμηθούμε. Και πριν προλάβει να απαντήσει ήρθε το «εκατό». Tους ειδοποίησαν οι γύρω. Πριν προλάβουν τα τραγούδια να φτάσουν στα ηχεία, γκρεμίστηκε το καταφύγιο και απαγορεύτηκαν τα όνειρα.

Τότε καταλάβαμε ότι άρχισε ο πόλεμος.

Μονώσαμε τα δωμάτια. Οργανωθήκαμε. Βάλαμε κι άλλες πρίζες. Άλλοι πήγαν και βγάλανε δελτία παροχής άλλοι όχι, μείναν κρυμμένοι στο σκοτάδι. Κάναμε δουλειές του ποδαριού, βάψαμε του κόσμου τις πλευρές και φέραμε το τώρα, το φέτος, το αύριο. Σε χώρους μικρούς που μεγάλωναν ολοένα. Παίξαμε τα καλύτερα τραγούδια. Γεννήθηκαν εκεί και άλλα τόσα. Πήραμε τα καλύτερα όργανα. Όλα για να του ανοίξουμε τον δρόμο. . Για να έρθει το ωραίο στην ώρα του και να αλλάξει τον κόσμο. Να φέρει τη χαρά και την ικανοποίηση. Να πει την δικιά του αρμονία και να μείνουν όλοι μεταξεταστέοι. Οι αδιάβαστοι.

Κι έγιναν τα προβάδικα η δοκιμή του αύριο. Οι γιάφκες του ωραίου.